σιδηρόδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σιδηρόδεσμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει σιδερένια [[δεσμά]], [[σιδηροδέσμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) κρατούμενος, [[φυλακισμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σιδηρόδεσμος]]<br />[[κάθε]] σιδερένιο [[τεμάχιο]] που χρησιμεύει για τη [[σύνδεση]] δύο [[μερών]] μιας κατασκευής, η [[σιδερόδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (ΙΙ) «[[δένω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-<i>δεσμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σιδηρόδεσμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που φέρει σιδερένια [[δεσμά]], [[σιδηροδέσμιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) κρατούμενος, [[φυλακισμένος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[σιδηρόδεσμος]]<br />[[κάθε]] σιδερένιο [[τεμάχιο]] που χρησιμεύει για τη [[σύνδεση]] δύο [[μερών]] μιας κατασκευής, η [[σιδερόδεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δεσμός]] <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (ΙΙ) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. [[χαλκόδεσμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:38, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 879] in, mit eisernen Fesseln, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδεσμος: -ον, ὁ ἔχων δεσμὰ ἐκ σιδήρου, ἀνάγκαι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Δ΄, 9)· ὡσαύτως -δέσμιος, ον, Χρον. Πασχ. 729. 4· καὶ παρὰ τῷ Σῳζομεν. ἐν Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 9, -δεσμώτης.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδεσμος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρει σιδερένια δεσμά, σιδηροδέσμιος
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) κρατούμενος, φυλακισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. ο σιδηρόδεσμος
κάθε σιδερένιο τεμάχιο που χρησιμεύει για τη σύνδεση δύο μερών μιας κατασκευής, η σιδερόδεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δεσμος (< δεσμός < δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. χαλκόδεσμος].