τετράκλινος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>πεντά</i>-<i>κλινος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράκλινος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] κλίνες («τετράκλινο [[δωμάτιο]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που έχει [[τέσσερα]] καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», <b>Λουκιαν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνη]]), [[πρβλ]]. [[πεντάκλινος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:45, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκλῑνος Medium diacritics: τετράκλινος Low diacritics: τετράκλινος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΛΙΝΟΣ
Transliteration A: tetráklinos Transliteration B: tetraklinos Transliteration C: tetraklinos Beta Code: tetra/klinos

English (LSJ)

ον, with four seats or couches, ἅμαξα Luc.Tox.46; οἶκοι Ath.2.47f; σκηνή PSI5.533.3 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Betten oder Tischlagern, Luc. Tox. 46 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre lits ou à quatre sièges.
Étymologie: τέσσαρες, κλίνη.

Russian (Dvoretsky)

τετράκλῑνος: с четырьмя ложами или сидениями (ἅμαξα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλῑνος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρα καθίσματα ἢ ἀνάκλιντρα, ἅμαξα Λουκ. Τόξ. 46· οἶκοι Ἀθήν. 47F.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκλινος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντάκλινος].

Greek Monotonic

τετράκλῑνος: -ον (κλίνη), αυτός που έχει τέσσερις κλίνες, τέσσερα κρεβάτια, σε Λουκ.

Middle Liddell

τετρά-κλῑνος, ον, κλίνη
with four couches, Luc.