τυρολοιχός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(42)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />(κωμική λ.) (ως [[ονομασία]] ποντικού) αυτός που γλείφει το [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αἱματο</i>-<i>λοιχός</i>].
|mltxt=ὁ, Μ<br />(κωμική λ.) (ως [[ονομασία]] ποντικού) αυτός που γλείφει το [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τυρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοιχός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείχω]]), [[πρβλ]]. [[αἱματολοιχός]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 10 May 2023

Greek Monolingual

ὁ, Μ
(κωμική λ.) (ως ονομασία ποντικού) αυτός που γλείφει το τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -λοιχός (< λείχω), πρβλ. αἱματολοιχός].