ὀσφυαλγής: Difference between revisions
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀσφυαλγής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς [[γέρων]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσφῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), | |mltxt=[[ὀσφυαλγής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς [[γέρων]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσφῦς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]), [[πρβλ]]. [[κεφαλαλγής]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 10 May 2023
English (LSJ)
ές, suffering from lumbago, γέρων A.Fr.361, cf. Hp.Coac.313.
German (Pape)
[Seite 401] ές, Hüftschmerzen habend; γέρων, Aesch. irg. 381; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre des reins.
Étymologie: ὀσφύς, ἄλγος.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφυαλγής: ощущающий боли в бедрах, страдающий болями в пояснице (γέρων Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀσφυαλγής: -ές, ὁ ἔχων ἄλγος εἰς τὴν ὀσφύν, πάσχων ἐκ ῥευματικῶν πόνων τῆς ὀσφύος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 374, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 169· - ὀσφυαλγέω, πάσχω ἐξ ὀσφυαλγίας, αὐτόθι 143: - ὀσφυαλγία, ἡ, ὁ πόνος τῆς ὀσφύος, τῆς μέσης, αὐτόθι 219.
Greek Monolingual
ὀσφυαλγής, -ές (Α)
αυτός που έχει πόνο στην οσφύ («ὀσφυαλγὴς γέρων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσφῦς + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλαλγής].