ὁμόχωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ομόχωρος]] -η, -ο και [[ομοχώριος]], -α, -ο (Α [[ὁμόχωρος]] και [[ὁμοχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τον ίδιο [[τόπο]], [[συντοπίτης]]<br /><b>2.</b> [[γείτονας]], [[γειτονικός]], [[πλησιόχωρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ομόχωροι</i><br />(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην [[ίδια]] φορολογική [[περιφέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>. Ο τ. <i>ὁμοχώριος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εγ</i>-<i>χώριος</i>].
|mltxt=[[ομόχωρος]] -η, -ο και [[ομοχώριος]], -α, -ο (Α [[ὁμόχωρος]] και [[ὁμοχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατάγεται από τον ίδιο [[τόπο]], [[συντοπίτης]]<br /><b>2.</b> [[γείτονας]], [[γειτονικός]], [[πλησιόχωρος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ομόχωροι</i><br />(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην [[ίδια]] φορολογική [[περιφέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χωρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>στενό</i>-<i>χωρος</i>. Ο τ. <i>ὁμοχώριος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χώριος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χῶρος]]), [[πρβλ]]. [[εγχώριος]]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχωρος Medium diacritics: ὁμόχωρος Low diacritics: ομόχωρος Capitals: ΟΜΟΧΩΡΟΣ
Transliteration A: homóchōros Transliteration B: homochōros Transliteration C: omochoros Beta Code: o(mo/xwros

English (LSJ)

ον, neighbouring, [ἔθνη] D.C.Fr.74.1; οἱ ὁ. Id.38.45.2, al.

German (Pape)

[Seite 342] aus gleichem Lande, Landsmann, D. Cass. – Auch angrenzend, benachbart?

Russian (Dvoretsky)

ὁμόχωρος:земляк Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχωρος: -ον, ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας, συντοπίτης, Δίωνος Κ. Ἀποσπ. Peiresc 79, κτλ. ΙΙ. ὁ πλησιόχωρος, γείτων. - Ὁ τύπος ὁμοχώριος ἀπαντᾷ ἐν Γλωσσ.

Greek Monolingual

ομόχωρος -η, -ο και ομοχώριος, -α, -ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, -ον)
1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης
2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι
(στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα βρίσκονταν στην ίδια φορολογική περιφέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. στενό-χωρος. Ο τ. ὁμοχώριος < ομ(ο)- + -χώριος (< χῶρος), πρβλ. εγχώριος].