ῥινοτόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη [[δερμάτινη]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόρος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- του αορ. <i>τορ</i>-<i>εῖν</i> του [[τείρω]] «[[τρυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκό</i>-<i>τορος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη [[δερμάτινη]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόρος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- του αορ. <i>τορ</i>-<i>εῖν</i> του [[τείρω]] «[[τρυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[χαλκότορος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνοτόρος Medium diacritics: ῥινοτόρος Low diacritics: ρινοτόρος Capitals: ΡΙΝΟΤΟΡΟΣ
Transliteration A: rhinotóros Transliteration B: rhinotoros Transliteration C: rinotoros Beta Code: r(inoto/ros

English (LSJ)

ον, (ῥινός) hide-piercing, shield-piercing, of Ares, Il.21.392, Hes.Th.934; θύρσος Nonn.D.45.288, etc.

German (Pape)

[Seite 844] die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perce le cuir des boucliers.
Étymologie: ῥινός, τείρω.

Russian (Dvoretsky)

ῥῑνοτόρος: пробивающий щиты (Ἄρης Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥῑνοτόρος: -ον, (ῥινὸς) ὁ διατρυπῶν δέρματα, διατρυπῶν ἀσπίδας, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Φ. 392, Ἡσ. Θ. 934· θύρσος Νόνν. Δ. 45. 288, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -τόρος (< θ. τορ- του αορ. τορ-εῖν του τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκότορος].

Greek Monotonic

ῥῑνοτόρος: -ον (τείρω), αυτός που διατρυπά, που διαπερνά τα δέρματα, τις ασπίδες, επίθ. του θεού Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

ῥῑνο-τόρος, ον, τείρω
shield-piercing, Il., Hes.