ῥινοτόρος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη [[δερμάτινη]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόρος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- του αορ. <i>τορ</i>-<i>εῖν</i> του [[τείρω]] «[[τρυπώ]]»), | |mltxt=-ον, Α<br />(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη [[δερμάτινη]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόρος]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- του αορ. <i>τορ</i>-<i>εῖν</i> του [[τείρω]] «[[τρυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[χαλκότορος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:15, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, (ῥινός) hide-piercing, shield-piercing, of Ares, Il.21.392, Hes.Th.934; θύρσος Nonn.D.45.288, etc.
German (Pape)
[Seite 844] die Haut oder den Schild durchbohrend; Arcs, Il. 21, 392; Hes. Th. 934; sp. D., wie Nonn. D. 45, 288; αἰχμή, Paul. Sil. ecphr. 1, 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perce le cuir des boucliers.
Étymologie: ῥινός, τείρω.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑνοτόρος: пробивающий щиты (Ἄρης Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνοτόρος: -ον, (ῥινὸς) ὁ διατρυπῶν δέρματα, διατρυπῶν ἀσπίδας, ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἰλ. Φ. 392, Ἡσ. Θ. 934· θύρσος Νόνν. Δ. 45. 288, κτλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που διατρυπά τη δερμάτινη ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥινός «δέρμα» + -τόρος (< θ. τορ- του αορ. τορ-εῖν του τείρω «τρυπώ»), πρβλ. χαλκότορος].
Greek Monotonic
ῥῑνοτόρος: -ον (τείρω), αυτός που διατρυπά, που διαπερνά τα δέρματα, τις ασπίδες, επίθ. του θεού Άρη, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.