πυρικαής: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίγεται από υπερβολική [[θερμότητα]], από [[φωτιά]], αυτός που φλέγεται<br /><b>2.</b> πολύ [[θερμός]], [[φλογερός]] («πυρικαὴς [[πυρετός]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i> του [[καίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ηλιο</i>-<i>καής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καίγεται από υπερβολική [[θερμότητα]], από [[φωτιά]], αυτός που φλέγεται<br /><b>2.</b> πολύ [[θερμός]], [[φλογερός]] («πυρικαὴς [[πυρετός]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>καής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>καη</i>-, <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἐ</i>-<i>κάη</i>-<i>ν</i> του [[καίω]]), [[πρβλ]]. [[ηλιοκαής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:15, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρικᾰής Medium diacritics: πυρικαής Low diacritics: πυρικαής Capitals: ΠΥΡΙΚΑΗΣ
Transliteration A: pyrikaḗs Transliteration B: pyrikaēs Transliteration C: pyrikais Beta Code: purikah/s

English (LSJ)

ές,= πυρίκαυστος, AP6.281 (Leon.); πυρετός Gal. 16.709. [ᾱ metri gr. in APl.c.]

German (Pape)

[Seite 822] ές, = πυρίκαυστος, Maneth. 1, 146.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρικαής -ές [πῦρ, καίω] gen. sing. πυρικαιέος, door vuur verzengd; geneesk. brandend, gloeiend.

Russian (Dvoretsky)

πῠρῐκᾱής: сожженный, выжженный (Φρυγίη Anth.).

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται
2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καής (< θ. καη-, πρβλ. αόρ. -κάη-ν του καίω), πρβλ. ηλιοκαής].

Greek Monotonic

πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, Ἀνθ. Π. 6. 281.

Middle Liddell

πῠρῐ-κᾱής, ές = πυρίκαυστος, Anth.]