ὑπίχνιος: Difference between revisions
From LSJ
Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πέλμα]], που τον πατάει [[κανείς]] («γῆ [[ὑπίχνιος]]», Μαξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πέλμα]] («[[ἕλκος]] ὑπίχνιον», Κόιντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἴχνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]]), | |mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πέλμα]], που τον πατάει [[κανείς]] («γῆ [[ὑπίχνιος]]», Μαξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πέλμα]] («[[ἕλκος]] ὑπίχνιον», Κόιντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἴχνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]]), [[πρβλ]]. [[ἐνίχνιος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 10 May 2023
English (LSJ)
ον, under the foot, ἕλκος Q.S.9.383.
German (Pape)
[Seite 1207] unter dem Fuße, ἕλκος Qu. Sm. 9, 383, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπίχνιος: -ον, ὑπὸ τὸν πόδα, ἐν τῷ πέλματι ὡς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος ἀέξετο (διορθ. ὑπ’ ἰχνίου) Κόϊντ. Σμ. 9. 383, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 539D.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που βρίσκεται κάτω από το πέλμα, που τον πατάει κανείς («γῆ ὑπίχνιος», Μαξ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλμα («ἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐνίχνιος].