ὑπίχνιος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πέλμα]], που τον πατάει [[κανείς]] («γῆ [[ὑπίχνιος]]», Μαξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πέλμα]] («[[ἕλκος]] ὑπίχνιον», Κόιντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἴχνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>ίχνιος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[πέλμα]], που τον πατάει [[κανείς]] («γῆ [[ὑπίχνιος]]», Μαξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στο [[πέλμα]] («[[ἕλκος]] ὑπίχνιον», Κόιντ.)<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἴχνιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]]), [[πρβλ]]. [[ἐνίχνιος]]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπίχνιος Medium diacritics: ὑπίχνιος Low diacritics: υπίχνιος Capitals: ΥΠΙΧΝΙΟΣ
Transliteration A: hypíchnios Transliteration B: hypichnios Transliteration C: ypichnios Beta Code: u(pi/xnios

English (LSJ)

ον, under the foot, ἕλκος Q.S.9.383.

German (Pape)

[Seite 1207] unter dem Fuße, ἕλκος Qu. Sm. 9, 383, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπίχνιος: -ον, ὑπὸ τὸν πόδα, ἐν τῷ πέλματι ὡς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος ἀέξετο (διορθ. ὑπ’ ἰχνίου) Κόϊντ. Σμ. 9. 383, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 539D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που βρίσκεται κάτω από το πέλμα, που τον πατάει κανείς («γῆ ὑπίχνιος», Μαξ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλμαἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐνίχνιος].