ὑπίχνιος

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπίχνιος Medium diacritics: ὑπίχνιος Low diacritics: υπίχνιος Capitals: ΥΠΙΧΝΙΟΣ
Transliteration A: hypíchnios Transliteration B: hypichnios Transliteration C: ypichnios Beta Code: u(pi/xnios

English (LSJ)

ὑπίχνιον, under the foot, ἕλκος Q.S.9.383.

German (Pape)

[Seite 1207] unter dem Fuße, ἕλκος Qu. Sm. 9, 383, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπίχνιος: -ον, ὑπὸ τὸν πόδα, ἐν τῷ πέλματι ὡς τοῦ ὑπίχνιον ἕλκος ἀέξετο (διορθ. ὑπ’ ἰχνίου) Κόϊντ. Σμ. 9. 383, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 539D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
αυτός που βρίσκεται κάτω από το πέλμα, που τον πατάει κανείς («γῆ ὑπίχνιος», Μαξ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στο πέλμαἕλκος ὑπίχνιον», Κόιντ.)
2. αυτός που υπόκειται σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἴχνιον (< ἴχνος), πρβλ. ἐνίχνιος].