λαβρώνιον: Difference between revisions
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαβρώνιον:''' τό и [[λαβρώνιος]] ὁ чаша, кубок Men. | |elrutext='''λαβρώνιον:''' τό и [[λαβρώνιος]] ὁ [[чаша]], [[кубок]] Men. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 08:10, 11 May 2023
English (LSJ)
τό, = λαβρώνιος.
German (Pape)
[Seite 2] τό, = Vorigem, Men. bei Ath. a. a. O. im plur.; vgl. Suid. u. Meincke Men. 14.
Greek Monolingual
λαβρώνιον, τὸ, και λαβρώνιος, ὁ (AM)
είδος μεγάλου και πλατιού περσικού ποτηριού που είχε μεγάλες λαβές στολισμένες με ανάγλυφα ή και με πολύτιμους λίθους («ἔνδον ἔστ', ἄνδρες ποτηρίδια..., τραγέλαφοι, λαβρώνια», Μεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με την λ. λαβρότης, πιθ. όμως να είναι δάνειο από την Περσική].
Russian (Dvoretsky)
λαβρώνιον: τό и λαβρώνιος ὁ чаша, кубок Men.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: a large wide cup
Other forms: -ιος m. (Men., Diph., H.), -ία f. (Eust.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to Ath. 11, 484 c ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον; folketymology?
Frisk Etymology German
λαβρώνιον: {labrṓnion}
Forms: -ιος m. (Men., Diph., H.), -ία f. (Eust.)
Grammar: n.,
Meaning: N. eines Trinkgefäßes mit Henkel.
Etymology: Nach Ath. 11, 484 c ἐκπώματος Περσικοῦ εἶδος ἀπὸ τῆς ἐν τῳ̃ πίνειν λαβρότητος ώνομασμένον; somit volksetymologisch zurechtgelegtes Fremdwort?
Page 2,67