τρίχους: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τρεις]] [[χόες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[τρίχοον]]<br />[[μέτρο]] το οποίο περιλαμβάνει [[τρεις]] [[χόες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χοος</i> / -[[χους]] (<span style="color: red;"><</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] «[[μέτρο]] υγρών»), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-[[χους]]].
|mltxt=-ουν, και -οος, -οον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τρεις]] [[χόες]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[τρίχοον]]<br />[[μέτρο]] το οποίο περιλαμβάνει [[τρεις]] [[χόες]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χοος</i> / -[[χους]] (<span style="color: red;"><</span> [[χόος]] / [[χοῦς]] «[[μέτρο]] υγρών»), [[πρβλ]]. [[τετράχους]]].
}}
}}

Revision as of 14:50, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχους Medium diacritics: τρίχους Low diacritics: τρίχους Capitals: ΤΡΙΧΟΥΣ
Transliteration A: tríchous Transliteration B: trichous Transliteration C: trichous Beta Code: tri/xous

English (LSJ)

ουν, A holding three χόες, Nicostr.Com.11. II Subst. -χοον, τό, measure of three χόες, in plural -χοα, SIG945.5 (Assus, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 1150] ουν, drei χοῦς fassend, enthaltend, Nicostrat. bei Ath. XI, 499 c.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχους: ουν, ὁ χωρῶν τρεῖς χόας ἢ χοῦς, Νικόστρ. ἐν «Ἑκάτῃ» 1.

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Α
1. αυτός που περιλαμβάνει τρεις χόες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχοον
μέτρο το οποίο περιλαμβάνει τρεις χόες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χοος / -χους (< χόος / χοῦς «μέτρο υγρών»), πρβλ. τετράχους].