πλατύπυγος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά οπίσθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[τρόπιδα]], πλατιά [[καρίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» ( | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλατιά οπίσθια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει επίπεδη [[τρόπιδα]], πλατιά [[καρίνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πυγή]] «οπίσθια» ([[πρβλ]]. [[καλλίπυγος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:59, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, (πυγή) broad-bottomed, of boats, Str.4.4.1.
German (Pape)
[Seite 627] mit breitem Hintern, πλοῖα, Strab. 4, 4, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à large carène.
Étymologie: πλατύς, πυγή.
Greek (Liddell-Scott)
πλατύπῡγος: -ον, (πυγὴ) ὁ ἔχων πλατεῖαν πυγήν, πλατέα ὀπίσθια, πλοῖα Στράβ. 195.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πλατιά οπίσθια
2. μτφ. (για πλοίο) αυτός που έχει επίπεδη τρόπιδα, πλατιά καρίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος)].
Greek Monotonic
πλᾰτύπῡγος: -ον (πυγή), αυτός που έχει πλατιά οπίσθια, φαρδιά ύφαλα, πλοῖα, σε Στράβ.