σκαπανέας: Difference between revisions
From LSJ
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[σκαπανεύς]], -έως, ΝΑ, και σκαμπανέας Ν<br />αυτός που εργάζεται με τη [[σκαπάνη]], που σκάβει, [[σκαφέας]], [[σκαφτιάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[στρατιώτης]] του μηχανικού ο [[οποίος]] ασχολείται με τις σκαπτικές εργασίες, κν. σκαμπανεύς ή [[σκαμπανάκι]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της πρώτης βαθμίδας της ημιστρατιωτικής Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (EON) που είχε ιδρυθεί από το [[καθεστώς]] της 4ης Αυγούστου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτεργάτης]], [[πρωτοπόρος]] («[[σκαπανέας]] της συμφιλίωσης τών λαών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαπάνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ( | |mltxt=ο / [[σκαπανεύς]], -έως, ΝΑ, και σκαμπανέας Ν<br />αυτός που εργάζεται με τη [[σκαπάνη]], που σκάβει, [[σκαφέας]], [[σκαφτιάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> [[στρατιώτης]] του μηχανικού ο [[οποίος]] ασχολείται με τις σκαπτικές εργασίες, κν. σκαμπανεύς ή [[σκαμπανάκι]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της πρώτης βαθμίδας της ημιστρατιωτικής Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (EON) που είχε ιδρυθεί από το [[καθεστώς]] της 4ης Αυγούστου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πρωτεργάτης]], [[πρωτοπόρος]] («[[σκαπανέας]] της συμφιλίωσης τών λαών»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκαπάνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[μηχανεύς]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:15, 11 May 2023
Greek Monolingual
ο / σκαπανεύς, -έως, ΝΑ, και σκαμπανέας Ν
αυτός που εργάζεται με τη σκαπάνη, που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς
νεοελλ.
1. στρ. στρατιώτης του μηχανικού ο οποίος ασχολείται με τις σκαπτικές εργασίες, κν. σκαμπανεύς ή σκαμπανάκι
2. μέλος της πρώτης βαθμίδας της ημιστρατιωτικής Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (EON) που είχε ιδρυθεί από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου
3. μτφ. πρωτεργάτης, πρωτοπόρος («σκαπανέας της συμφιλίωσης τών λαών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαπάνη + κατάλ. -εύς (πρβλ. μηχανεύς)].