σκεπανός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ἡ, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει [[κάτι]] ή που παρέχει [[στέγη]]<br /><b>2.</b> σκεπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τραγ</i>-<i>ανός</i>)].
|mltxt=-ἡ, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει [[κάτι]] ή που παρέχει [[στέγη]]<br /><b>2.</b> σκεπασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέπω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανός</i> ([[πρβλ]]. [[τραγανός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:16, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεπᾰνός Medium diacritics: σκεπανός Low diacritics: σκεπανός Capitals: ΣΚΕΠΑΝΟΣ
Transliteration A: skepanós Transliteration B: skepanos Transliteration C: skepanos Beta Code: skepano/s

English (LSJ)

ή, όν, sheltered or sheltering, κευθμῶνες Opp.H.3.636; ὑφόρμισις AP7.699, cf. Dion. Byz.1.

German (Pape)

[Seite 892] 1) bedeckend, bedachend, σκεπανοῖς κευθμῶσι, Opp. Hal. 3, 636. – 2) pass., bedeckt, beschattet, ὑφόρμισις, Ep. ad. 396 (VII, 699).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui abrite, qui sert d'abri;
2 abrité, couvert.
Étymologie: σκέπη.

Russian (Dvoretsky)

σκεπᾰνός: защищенный, укрытый (οὐ γάρ σοι σκεπανή τις ὑφόρμισις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σκεπᾰνός: -ή, -όν, ὁ ἐσκεπασμένος ἢ ὁ σκεπάζων, καλύπτων, κευθμῶνες Ὀππ. Ἁλ. 3. 636· ὑφόρμισις Ἀνθ. Π. 7. 699· πρβλ. σκεπεινός.

Greek Monolingual

-ἡ, -όν, Α
1. αυτός που σκεπάζει, που καλύπτει κάτι ή που παρέχει στέγη
2. σκεπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέπω + κατάλ. -ανός (πρβλ. τραγανός)].

Greek Monotonic

σκεπᾰνός: -ή, -όν (σκέπω), αυτός που είναι στεγασμένος ή που στεγάζει, σε Ανθ.

Middle Liddell

σκεπᾰνός, ή, όν σκέπω
sheltered or sheltering, Anth.