στόχαστρο: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μεταλλικό [[τεμάχιο]], προσαρμοσμένο [[σταθερά]] [[πάνω]] από το [[στόμιο]] της [[κάννης]] φορητών όπλων, το οποίο αποτελεί [[τμήμα]] του συστήματος σκόπευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸν έχω στο [[στόχαστρο]]» — [[αναμένω]] την κατάλληλη [[στιγμή]] για να τον βλάψω ή για να τον τιμωρήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοχάζομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρο</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στέγασ</i>-<i>τρο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>στόχαστρον</i>, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>στρ.</b> μεταλλικό [[τεμάχιο]], προσαρμοσμένο [[σταθερά]] [[πάνω]] από το [[στόμιο]] της [[κάννης]] φορητών όπλων, το οποίο αποτελεί [[τμήμα]] του συστήματος σκόπευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὸν έχω στο [[στόχαστρο]]» — [[αναμένω]] την κατάλληλη [[στιγμή]] για να τον βλάψω ή για να τον τιμωρήσω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στοχάζομαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρο</i> ([[πρβλ]]. [[στέγαστρο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>στόχαστρον</i>, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

το, Ν
1. στρ. μεταλλικό τεμάχιο, προσαρμοσμένο σταθερά πάνω από το στόμιο της κάννης φορητών όπλων, το οποίο αποτελεί τμήμα του συστήματος σκόπευσης
2. φρ. «τὸν έχω στο στόχαστρο» — αναμένω την κατάλληλη στιγμή για να τον βλάψω ή για να τον τιμωρήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοχάζομαι + επίθημα -τρο (πρβλ. στέγαστρο). Η λ., στον λόγιο τ. στόχαστρον, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].