τετράχρονος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τετράχρονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερεις]] χρόνους («[[τετράχρονος]] [[πους]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, [[τετραετής]] («τετράχρονο [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[τέσσερα]] [[χρόνια]] (α. «τετράχρονο [[πρόγραμμα]]» β. «τετράχρονη [[εκπαίδευση]]»)<br /><b>3.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε [[τέσσερεις]] χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράχρονο</i><br />[[τετραετία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράχρονα</i><br />η τέταρτη [[επέτειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[τετράχρονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερεις]] χρόνους («[[τετράχρονος]] [[πους]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, [[τετραετής]] («τετράχρονο [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[τέσσερα]] [[χρόνια]] (α. «τετράχρονο [[πρόγραμμα]]» β. «τετράχρονη [[εκπαίδευση]]»)<br /><b>3.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε [[τέσσερεις]] χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράχρονο</i><br />[[τετραετία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράχρονα</i><br />η τέταρτη [[επέτειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] ([[πρβλ]]. [[τρίχρονος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:34, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, containing four time-units, Heph.3.1, A.D.Pron.35.11; λέξις Anon.Rhythm.Oxy.9 v 11, Eust. 1407.43.
German (Pape)
[Seite 1100] vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
τετράχρονος: -ον, ὁ περιλαμβάνων τέσσαρας χρόνους, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 14· - χρόνιος, ον, Γραμμ.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράχρονος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους»)
νεοελλ.
1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί»)
2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη εκπαίδευση»)
3. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε τέσσερεις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας
4. το ουδ. ως ουσ. το τετράχρονο
τετραετία
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχρονα
η τέταρτη επέτειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χρόνος (πρβλ. τρίχρονος)].