στήμονας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[στήμων]], -ονος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Α<br />το [[στημόνι]] του αργαλειού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[αρσενικό]] αναπαραγωγικό όργανο τών αγγειοσπέρμων<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στήμονες</i><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα επιμήκη τμήματα ενός αναδιπλωμένου σχοινιού<br /><b>μσν.</b><br />[[ελατήριο]] άμαξας που υποβαστάζει το [[κέντρο]] της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]], [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>πιθ.</b> [[τμήμα]] οροφής ξυλουργείου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στήμων]] ἐξεσμένος» — [[παρωνύμιο]] κάτισχνου ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>ἵ</i>-<i>στη</i>-<i>μί</i> με [[επίθημα]] -<i>μων</i> (από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του επιθήματος -<i>men</i>, <b>πρβλ.</b> <i>μνή</i>-<i>μων</i>) και συνδέεται με λατ. <i>stamen</i> «[[στήμονας]], [[νήμα]]», λιθουαν. <i>stomuo</i> «[[μέγεθος]], [[ανάστημα]]». Ανάλογο σχηματισμό εμφανίζουν και οι τ. [[στάμνος]], [[σταμίν]]].
|mltxt=ο / [[στήμων]], -ονος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Α<br />το [[στημόνι]] του αργαλειού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> το [[αρσενικό]] αναπαραγωγικό όργανο τών αγγειοσπέρμων<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στήμονες</i><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα επιμήκη τμήματα ενός αναδιπλωμένου σχοινιού<br /><b>μσν.</b><br />[[ελατήριο]] άμαξας που υποβαστάζει το [[κέντρο]] της<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νήμα]], [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <b>πιθ.</b> [[τμήμα]] οροφής ξυλουργείου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[στήμων]] ἐξεσμένος» — [[παρωνύμιο]] κάτισχνου ανθρώπου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. <i>ἵ</i>-<i>στη</i>-<i>μί</i> με [[επίθημα]] -<i>μων</i> (από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] του επιθήματος -<i>men</i>, [[πρβλ]]. [[μνήμων]]) και συνδέεται με λατ. <i>stamen</i> «[[στήμονας]], [[νήμα]]», λιθουαν. <i>stomuo</i> «[[μέγεθος]], [[ανάστημα]]». Ανάλογο σχηματισμό εμφανίζουν και οι τ. [[στάμνος]], [[σταμίν]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο / στήμων, -ονος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Α
το στημόνι του αργαλειού
νεοελλ.
1. βοτ. το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο τών αγγειοσπέρμων
2. στον πληθ. οι στήμονες
ναυτ. καθένα από τα επιμήκη τμήματα ενός αναδιπλωμένου σχοινιού
μσν.
ελατήριο άμαξας που υποβαστάζει το κέντρο της
αρχ.
1. νήμα, κλωστή
2. στον πληθ. πιθ. τμήμα οροφής ξυλουργείου
3. φρ. «στήμων ἐξεσμένος» — παρωνύμιο κάτισχνου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. -στη-μί με επίθημα -μων (από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα του επιθήματος -men, πρβλ. μνήμων) και συνδέεται με λατ. stamen «στήμονας, νήμα», λιθουαν. stomuo «μέγεθος, ανάστημα». Ανάλογο σχηματισμό εμφανίζουν και οι τ. στάμνος, σταμίν].