στήμονας

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

ο / στήμων, -ονος, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Α
το στημόνι του αργαλειού
νεοελλ.
1. βοτ. το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο τών αγγειοσπέρμων
2. στον πληθ. οι στήμονες
ναυτ. καθένα από τα επιμήκη τμήματα ενός αναδιπλωμένου σχοινιού
μσν.
ελατήριο άμαξας που υποβαστάζει το κέντρο της
αρχ.
1. νήμα, κλωστή
2. στον πληθ. πιθ. τμήμα οροφής ξυλουργείου
3. φρ. «στήμων ἐξεσμένος» — παρωνύμιο κάτισχνου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, ο οποίος έχει σχηματιστεί από το θ. του ρ. -στη-μί με επίθημα -μων (από την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα του επιθήματος -men, πρβλ. μνήμων) και συνδέεται με λατ. stamen «στήμονας, νήμα», λιθουαν. stomuo «μέγεθος, ανάστημα». Ανάλογο σχηματισμό εμφανίζουν και οι τ. στάμνος, σταμίν].