τελωνιάς: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η τελωνική<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μᾱζα [[τελωνιάς]]» — η καλή [[τροφή]] και η πλούσια ζωή τών τελωνών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελώνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σεβαστ</i>-<i>ιάς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> η τελωνική<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μᾱζα [[τελωνιάς]]» — η καλή [[τροφή]] και η πλούσια ζωή τών τελωνών (<b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τελώνης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> ([[πρβλ]]. [[σεβαστιάς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:35, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνιάς Medium diacritics: τελωνιάς Low diacritics: τελωνιάς Capitals: ΤΕΛΩΝΙΑΣ
Transliteration A: telōniás Transliteration B: telōnias Transliteration C: telonias Beta Code: telwnia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de fermier général ; μᾶζα ANTH pâte ou mets digne d'un publicain, càd délicat, recherché.
Étymologie: τελώνης.

Russian (Dvoretsky)

τελωνιάς: άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная (μᾶζα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. η τελωνική
2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» — η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σεβαστιάς)].

Greek Monotonic

τελωνιάς: -άδος, ἡ, αυτή που αφορά σε τέλη ή φόρους, μᾶζα τελωνιάς, η πλούσια ζωή των τελώνων, σε Ανθ.

Middle Liddell

τελωνιάς, άδος,
of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the tax-gatherers, Anth.