χαλκεόθυμος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει χάλκινη [[ψυχή]], σταθερό, ακλόνητο [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[φρόνημα]]» ( | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει χάλκινη [[ψυχή]], σταθερό, ακλόνητο [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκεο</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>χαλκ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> [[θυμός]] «[[ψυχή]], [[φρόνημα]]» ([[πρβλ]]. [[ἀγριόθυμος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, = χαλκεοκάρδιος, Polem.Cyn.41.
German (Pape)
[Seite 1329] mit ehernem, unerschütterlichem Muthe, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκεόθῡμος: -ον, = χαλκεοκάρδιος, τοὺς ᾤκτειρεν ἰδών, εἰ καὶ μάλα χαλκεόθυμος Τζέτζ. Ὅμ. 325.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χάλκινη ψυχή, σταθερό, ακλόνητο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + θυμός «ψυχή, φρόνημα» (πρβλ. ἀγριόθυμος)].