ὑαλᾶς: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "perh." to "perhaps")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και οἱαλᾱς, -ᾱ, ὁ, Α<br />[[υαλουργός]], [[γυαλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i><br />του καθημερινού λεξιλογίου (<b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρ</i>-<i>ᾶς</i>). Η [[γραφή]] της λ. με <i>οι</i>- απαντά την [[εποχή]] που η [[δίφθογγος]] -<i>οι</i>- είχε συμπέσει στην [[προφορά]] με το -<i>υ</i>- /<i>u</i>/].
|mltxt=και οἱαλᾱς, -ᾱ, ὁ, Α<br />[[υαλουργός]], [[γυαλάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i><br />του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[μαχαιρᾶς]]). Η [[γραφή]] της λ. με <i>οι</i>- απαντά την [[εποχή]] που η [[δίφθογγος]] -<i>οι</i>- είχε συμπέσει στην [[προφορά]] με το -<i>υ</i>- /<i>u</i>/].
}}
}}

Revision as of 17:01, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλᾶς Medium diacritics: ὑαλᾶς Low diacritics: υαλάς Capitals: ΥΑΛΑΣ
Transliteration A: hyalâs Transliteration B: hyalas Transliteration C: yalas Beta Code: u(ala=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ, A glass-worker, IG3.3436 (gen. οἱαλᾶ lapis). II ὑάλας perhaps = γυάλας, PLond.2.402 ii 13 (ii B. C.).

Greek Monolingual

και οἱαλᾱς, -ᾱ, ὁ, Α
υαλουργός, γυαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ᾶς
του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. μαχαιρᾶς). Η γραφή της λ. με οι- απαντά την εποχή που η δίφθογγος -οι- είχε συμπέσει στην προφορά με το -υ- /u/].