ῥηγεύς: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ῥαγεύς και [[ῥεγεύς]] και [[ῥογεύς]], -έως, ὁ, Α<br />βαφέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ῥεγ-εύς</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ῥεγ</i>- του [[ῥέζω]](ΙΙ) «[[βάφω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέγ</i>-<i>jω</i>) με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ( | |mltxt=και ῥαγεύς και [[ῥεγεύς]] και [[ῥογεύς]], -έως, ὁ, Α<br />βαφέας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ῥεγ-εύς</i> έχει σχηματιστεί από το θ. <i>ῥεγ</i>- του [[ῥέζω]](ΙΙ) «[[βάφω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέγ</i>-<i>jω</i>) με [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[παγεύς]]). Παράλληλα με τον τ. [[ῥεγεύς]], μαρτυρούνται και οι τ.: <i>ῥαγεύς</i> (<b>πρβλ.</b> και λ. [[χρυσοραγές]]), [[ῥηγεύς]] (<b>πρβλ.</b> λ. [[ῥῆγος]]) και [[ῥογεύς]] (με φωνηεντισμό -<i>ο</i>-)]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |
Revision as of 17:01, 11 May 2023
English (LSJ)
έως, ὁ, (ῥῆγος) dyer, Sch.Il.9.661, Hsch.
German (Pape)
[Seite 839] ὁ, Färber, Schol. Il. 9, 661.
Greek (Liddell-Scott)
ῥηγεύς: έως, ὁ, (ῥῆγος) βαφεύς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 661 (657), Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και ῥαγεύς και ῥεγεύς και ῥογεύς, -έως, ὁ, Α
βαφέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥεγ-εύς έχει σχηματιστεί από το θ. ῥεγ- του ῥέζω(ΙΙ) «βάφω» (< ῥέγ-jω) με επίθημα -εύς (πρβλ. παγεύς). Παράλληλα με τον τ. ῥεγεύς, μαρτυρούνται και οι τ.: ῥαγεύς (πρβλ. και λ. χρυσοραγές), ῥηγεύς (πρβλ. λ. ῥῆγος) και ῥογεύς (με φωνηεντισμό -ο-)].
Translations
dyer
Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ, صَبَّاغَة; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: ἁλουργός, βαλαυστιουργός, βάπτρια, βαφεύς, βάφισσα, δευσοποιός, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor, infector; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd