ὀτρυντύς: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀτρυντύς]], -ύος, ἡ (Α)<br />[[παρότρυνση]], [[παρόρμηση]], [[παρακίνηση]], [[προτροπή]] («[[μηδέ]] τις [[ἄλλην]] λαῶν ὀτρυντὺν [[ποτιδέγμενος]] ἰσχαναάσθω», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀτρύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ορχησ</i>-<i>τύς</i>)].
|mltxt=[[ὀτρυντύς]], -ύος, ἡ (Α)<br />[[παρότρυνση]], [[παρόρμηση]], [[παρακίνηση]], [[προτροπή]] («[[μηδέ]] τις [[ἄλλην]] λαῶν ὀτρυντὺν [[ποτιδέγμενος]] ἰσχαναάσθω», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀτρύνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τύς</i> ([[πρβλ]]. [[ορχηστύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:02, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀτρυντύς Medium diacritics: ὀτρυντύς Low diacritics: οτρυντύς Capitals: ΟΤΡΥΝΤΥΣ
Transliteration A: otryntýs Transliteration B: otryntys Transliteration C: otryntys Beta Code: o)truntu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, a cheering on, exhortation, Il.19.234,235, Antim.91. [ῡς, ῠος.]

German (Pape)

[Seite 405] ύος, ἡ, = ὄτρυνσις, Antrieb, Ermunterung, Il. 19, 234.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
action de pousser, excitation.
Étymologie: ὀτρύνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀτρυντύς: (τῡ), ύος (ῠ) ἡ указание, приказ: ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος Hom. ожидая приказа.

Greek (Liddell-Scott)

ὀτρυντύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ ὄτρυνσις (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), «παρακέλευσις, προτροπὴ» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Τ. 234, 235, [ῡς, ῠος.]

English (Autenrieth)

ύος (ὀτρύνω): encouragement. (Il.)

Greek Monolingual

ὀτρυντύς, -ύος, ἡ (Α)
παρότρυνση, παρόρμηση, παρακίνηση, προτροπήμηδέ τις ἄλλην λαῶν ὀτρυντὺν ποτιδέγμενος ἰσχαναάσθω», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀτρύνω + επίθημα -τύς (πρβλ. ορχηστύς)].

Greek Monotonic

ὀτρυντύς: [ῡ], -ύος[ῠ], ἡ, παρότρυνση, προτροπή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

a cheering on, exhortation, Il.