ὁρμητίας: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁρμητίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ο [[πλήρης]] ορμής, ο [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ενθουσιώδης]], ο [[φανατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμητής]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ( | |mltxt=[[ὁρμητίας]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> ο [[πλήρης]] ορμής, ο [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> ο [[ενθουσιώδης]], ο [[φανατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁρμητής]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[τραυματίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὁρμητικός (impetuous, impulsive, eager), Eust. 1819.24.
German (Pape)
[Seite 381] ὁ, = ὁρμητικός, Sp.; auch ὁρμητιαῖος soll vorkommen.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμητίας: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Εὐστ. 1819. 24, Ἰω. Χρυσ. τ. 8, σ. 58, 43.
Greek Monolingual
ὁρμητίας, ὁ (ΑΜ)
1. ο πλήρης ορμής, ο ορμητικός
2. ο ενθουσιώδης, ο φανατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμητής + επίθημα -ίας (πρβλ. τραυματίας)].