μελίκομπος: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μελίκομπος:''' (ῐ) сладостнозвучащий, нежно-певучий (ἀοιδαί Pind.). | |elrutext='''μελίκομπος:''' (ῐ) [[сладостнозвучащий]], [[нежно-певучий]] (ἀοιδαί Pind.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 06:55, 13 May 2023
English (LSJ)
ον, sweet-sounding, ἀοιδαί Pi. I.2.32.
German (Pape)
[Seite 123] süß tönend, ἀοιδαί, Pind. I. 2, 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au son doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, κομπέω.
Russian (Dvoretsky)
μελίκομπος: (ῐ) сладостнозвучащий, нежно-певучий (ἀοιδαί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίκομπος: -ον, ὁ ἡδέως ἠχῶν, ἀοιδαὶ Πινδ. Ι. 2. 46.
English (Slater)
μελῐκομπος, -ον with honey sweet praise μελικόμπων ἀοιδᾶν (I. 2.32)
Greek Monolingual
μελίκομπος, -ον (Α.)
αυτός που εκβάλλει γλυκό ήχο, γλυκόηχος, μελωδικός («καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων..., ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾱν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. υπέρ-κομπος)].
Greek Monotonic
μελίκομπος: -ον, αυτός που ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.