μελλώ: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελλώ]], -οῦς, ἡ (Α)<br />[[βραδύτητα]], [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώ</i> ([[πρβλ]]. <i>λεχ</i>-<i>ώ</i>)].
|mltxt=[[μελλώ]], -οῦς, ἡ (Α)<br />[[βραδύτητα]], [[αργοπορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. <span style="color: red;"><</span> [[μέλλω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώ</i> ([[πρβλ]]. [[λεχώ]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελλώ:''' -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί [[μέλλησις]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μελλώ:''' -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί [[μέλλησις]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 06:59, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλώ Medium diacritics: μελλώ Low diacritics: μελλώ Capitals: ΜΕΛΛΩ
Transliteration A: mellṓ Transliteration B: mellō Transliteration C: mello Beta Code: mellw/

English (LSJ)

οῦς, ἡ, poet. for μέλλησις, A.Ag.1356.

German (Pape)

[Seite 127] οῦς, ἡ, = μέλλησις, das Zaudern, τῆς μελλοῦς κλέος πέδον πατοῦντες, Aesch. Ag. 1356.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
c. μέλλησις.

Russian (Dvoretsky)

μελλώ: οῦς ἡ задержка, отсрочка, тж. напрасная трата времени Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. ἀντὶ μέλλησις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1356· πρβλ. δοκώ.

Greek Monolingual

μελλώ, -οῦς, ἡ (Α)
βραδύτητα, αργοπορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. < μέλλω + κατάλ. -ώ (πρβλ. λεχώ)].

Greek Monotonic

μελλώ: -οῦς, ἡ, ποιητ. αντί μέλλησις, σε Αισχύλ.