μεσόκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεσόκοπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέση]] [[ηλικία]], ο [[μεσήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[μέτριος]] ως [[προς]] το [[μήκος]], [[ούτε]] [[μακρύς]] [[ούτε]] [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] ([[πρβλ]]. <i>νεό</i>-<i>κοπος</i>)].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεσόκοπος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μέση]] [[ηλικία]], ο [[μεσήλικος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[μέτριος]] ως [[προς]] το [[μήκος]], [[ούτε]] [[μακρύς]] [[ούτε]] [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόπος]] ([[πρβλ]]. [[νεόκοπος]])].
}}
}}

Revision as of 07:05, 13 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόκοπος Medium diacritics: μεσόκοπος Low diacritics: μεσόκοπος Capitals: ΜΕΣΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mesókopos Transliteration B: mesokopos Transliteration C: mesokopos Beta Code: meso/kopos

English (LSJ)

ον, (κόπτω) of middle size or of middle age, Cratin.426, Xenarch.4.9.

German (Pape)

[Seite 138] von mittlerem Schlage, mittlerer Größe, Stärke; neben πεπαίτερος, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 b; vgl. Cratin. in B. A. 108.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόκοπος: -ον, (κόπτω) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων μέσην ἡλικίαν, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 2· παλαιᾷ, μεσοκόπῳ, πεπαιτέρᾳ Ξέναρχος ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεσόκοπος, -ον)
αυτός που έχει μέση ηλικία, ο μεσήλικος
αρχ.
ο μέτριος ως προς το μήκος, ούτε μακρύς ούτε κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + κόπος (πρβλ. νεόκοπος)].