ὠμαλθής: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠμαλθής''': -ές, ([[ὠμός]], ἄλθω)· ― [[ἕλκος]] ὠμ., [[ἕλκος]] ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ [[προσηκόντως]], Ἡσύχ. | |lstext='''ὠμαλθής''': -ές, ([[ὠμός]], [[ἄλθω]])· ― [[ἕλκος]] ὠμ., [[ἕλκος]] ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ [[προσηκόντως]], Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. [[πολυαλθής]]). | |mltxt=-ές, Α<br />(για [[έλκος]]) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αλθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄλθος]] «[[θεραπεία]], [[φάρμακο]]»), [[πρβλ]]. [[πολυαλθής]]). | ||
}} | }} |
Revision as of 07:57, 13 May 2023
English (LSJ)
ές, (ὠμός, ἀλθαίνω) ἕλκος ὠμαλθές = a wound scarred over too soon, without healing properly, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμαλθής: -ές, (ὠμός, ἄλθω)· ― ἕλκος ὠμ., ἕλκος ἐπουλωθὲν ταχύτερον τοῦ δέοντος χωρὶς νὰ θεραπευθῇ προσηκόντως, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ές, Α
(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυαλθής).