κουτί: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ [[κουτί]])<br />[[κατασκεύασμα]] από [[ξύλο]], [[μέταλλο]], [[χαρτί]] κ.ά. ύλες σε [[σχήμα]] [[κυρίως]] ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «έγινε του κουτιού» — ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε<br />β) «[[κουτί]] μού ήρθε» — έγινε όπως το ήθελα, [[τελείως]] κατάλληλο, στα [[μέτρα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυτίον</i> (υποκορ. του [[κύτος]], <i>το</i>), με [[κώφωση]] (-<i>υ</i>- > -<i>ου</i>-), [[πρβλ]]. <i>κουλλός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]].
|mltxt=το (Μ [[κουτί]])<br />[[κατασκεύασμα]] από [[ξύλο]], [[μέταλλο]], [[χαρτί]] κ.ά. ύλες σε [[σχήμα]] [[κυρίως]] ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, [[μέσα]] στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «έγινε του κουτιού» — ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε<br />β) «[[κουτί]] μού ήρθε» — έγινε όπως το ήθελα, [[τελείως]] κατάλληλο, στα [[μέτρα]] μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>[[κυτίο|κυτίον]]</i> (υποκορ. του [[κύτος]], <i>το</i>), με [[κώφωση]] (-<i>υ</i>- > -<i>ου</i>-), [[πρβλ]]. <i>κουλλός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κυλλός]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Latest revision as of 19:37, 30 May 2023

Greek Monolingual

το (Μ κουτί)
κατασκεύασμα από ξύλο, μέταλλο, χαρτί κ.ά. ύλες σε σχήμα κυρίως ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, μέσα στο οποίο τοποθετούνται ή συσκευάζονται διάφορα πράγματα
νεοελλ.
φρ. α) «έγινε του κουτιού» — ντύθηκε πολύ κομψά και στολίστηκε
β) «κουτί μού ήρθε» — έγινε όπως το ήθελα, τελείως κατάλληλο, στα μέτρα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυτίον (υποκορ. του κύτος, το), με κώφωση (-υ- > -ου-), πρβλ. κουλλός < κυλλός.

Translations

box

Afrikaans: boks; Akan: adaka; Albanian: kuti; Arabic: صُنْدُوق‎, عُلْبَة‎, تَابُوت‎; Egyptian Arabic: علبة‎; Moroccan Arabic: صنْدوقة‎, بواطة‎; Armenian: տուփ, արկղ; Assamese: পেৰা, বাকচ, জঁপা; Assyrian Neo-Aramaic: ܨܲܢܕܘܼܩܬܵܐ‎; Azerbaijani: qutu; Bashkir: йәшник, ҡумта, ҡап; Basque: kaxa; Belarusian: каробка, скрынка, яшчык, скрыня; Bengali: বক্স, বাক্স; Breton: boest; Brunei Malay: kutak; Bulgarian: кутия, сандъ́к; Burmese: သေတ္တာ; Catalan: capsa, caixa; Chamicuro: kaja; Cherokee: ᎧᏁᏌᎢ; Chinese Cantonese: 盒, 盒仔, 箱; Dungan: щёнзы, хәзы; Mandarin: 箱子, 箱, 盒子, 匣子; Min Dong: 箱箱, 盒盒; Min Nan: 箱仔; Czech: schránka, krabice, bedna; Danish: kasse, æske, boks, skrin, dåse; Dutch: doos; Esperanto: skatolo; Estonian: karp; Evenki: авса; Finnish: laatikko, rasia; French: boîte, caisse; Galician: caixa, boeta, cousela, arca, ucha, barqueta, baneiro; Georgian: კოლოფი, ყუთი; German: Kasten, Kiste, Box, Karton; Greek: κιβώτιο, κουτί, κασόνι; Ancient Greek: κιβωτός, κιβώτιον; Haitian Creole: bwat; Hausa: sunduƙi; Hebrew: קופסה \ קֻפְסָה‎; Hindi: डिब्बा, संदूक़, बकस, बक्स, पेटी; Hungarian: doboz; Icelandic: kassi, box; Ido: buxo, etuyo; Indonesian: kotak; Interlingua: cassa; Irish: bosca; Italian: scatola, bussolotto; Japanese: 箱, 入れ物; Kannada: ಪೆಟ್ಟಿಗೆ; Kazakh: қорап, жәшік; Khmer: ប្រអប់, ហិប; Kikuyu: ithandũkũ; Korean: 상자(箱子), 박스; Kyrgyz: коробка, куту, ящик; Ladino: kasha, kutí; Lao: ຫີບ, ກ່ອງ; Latin: capsa, capsula, arca, riscus; Latvian: kaste; Lithuanian: dėžė; Luxembourgish: Béchs; Macedonian: кутија, сандак; Malay: kotak; Malayalam: പെട്ടി; Maltese: kaxxa; Maori: pāka; Mongolian: хайрцаг; Navajo: tsitsʼaaʼ; Norman: boête; Northern Norwegian Bokmål: kasse, boks, eske, skrin, øskje, dåse; Occitan: caissa; Old English: ċist, box; Oromo: saanduqa; Pashto: سخوبی‎, قوطي‎, هړپۍ‎, بکس‎; Persian: جعبه‎, باکس‎, صندوق‎; Plautdietsch: Kjist, Lod; Polish: pudło, pudełko, skrzynia, futerał; Portuguese: caixa; Punjabi: ਡੱਬਾ, ਸੰਦੂਕ; Romanian: cutie; Russian: коробка, ящик, сундук, футляр, шкатулка, бокс; Scottish Gaelic: bocsa; Serbo-Croatian Cyrillic: ку̀тија, са̀ндук, шка̀туља; Roman: kùtija, sànduk, škàtulja; Slovak: krabica, škatuľa, debnička; Slovene: škatla; Spanish: caja; Sranan Tongo: dosu; Sudovian: kista; Swahili: sanduku class ma; Swedish: ask, box, bössa, dosa, kartong, kista, koffert, låda, schatull, skrin; Tagalog: kahon; Tajik: қуттӣ, ҷаъба, сандуқ; Tamil: பெட்டி; Taos: múluną; Tatar: тартма; Telugu: పెట్టె; Thai: กล่อง, หีบ; Tibetan: སྒམ།; Tlingit: khóok; Tok Pisin: bokis; Turkish: kutu sandık; Turkmen: guty; Ugaritic: 𐎀𐎗𐎐; Ukrainian: коробка, ящик, скриня; Urdu: ڈبہ‎, صندوق‎; Uyghur: قۇتا‎; Uzbek: quti; Vietnamese: hộp; Walloon: boesse, låsse; Welsh: bocs; West Frisian: bokse, kiste; Yagnobi: сандуқ; Yiddish: קעסטל‎; Yup'ik: yaassiik‎