ἑνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enoeidis
|Transliteration C=enoeidis
|Beta Code=e(noeidh/s
|Beta Code=e(noeidh/s
|Definition=ές,<br><span class="bld">A</span> [[single]], [[simple]], φωνή Nicom.Harm.12.<br><span class="bld">II</span> [[resembling]], having the [[form]] of [[unity]], Plot.6.9.5, Jul.Or.4.139b, al., Procl.in Prm.p.540 S., etc.; opp. [[πληθοειδής]], Dam.Pr.45: Comp., ib.38, Procl.Inst.62: Sup., Id.in R.1.177. Adv. [[ἑνοειδῶς]] Jul.Or.4.143b, Nicom.Ar.1.6, Iamb.Myst. 1.3, Dam.Pr.237.
|Definition=ἑνοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[single]], [[simple]], φωνή Nicom.Harm.12.<br><span class="bld">II</span> [[resembling]], having the [[form]] of [[unity]], Plot.6.9.5, Jul.Or.4.139b, al., Procl.in Prm.p.540 S., etc.; opp. [[πληθοειδής]], Dam.Pr.45: Comp., ib.38, Procl.Inst.62: Sup., Id.in R.1.177. Adv. [[ἑνοειδῶς]] Jul.Or.4.143b, Nicom.Ar.1.6, Iamb.Myst. 1.3, Dam.Pr.237.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνοειδής Medium diacritics: ἑνοειδής Low diacritics: ενοειδής Capitals: ΕΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: henoeidḗs Transliteration B: henoeidēs Transliteration C: enoeidis Beta Code: e(noeidh/s

English (LSJ)

ἑνοειδές,
A single, simple, φωνή Nicom.Harm.12.
II resembling, having the form of unity, Plot.6.9.5, Jul.Or.4.139b, al., Procl.in Prm.p.540 S., etc.; opp. πληθοειδής, Dam.Pr.45: Comp., ib.38, Procl.Inst.62: Sup., Id.in R.1.177. Adv. ἑνοειδῶς Jul.Or.4.143b, Nicom.Ar.1.6, Iamb.Myst. 1.3, Dam.Pr.237.

Spanish (DGE)

-ές
I 1fil. cuya esencia es la unidad, esencialmente uno ἄσχιστον ... καὶ ἑ. τὸ ἴσον Speus.28.46, op. ‘múltiple’ τὸ μὲν κατὰ τὸ ἐν αὐτῇ (ψυχῇ) ἑ., τὸ δὲ κατὰ τὸ πληθυόμενον Xenocrates 189, cf. Iul.Or.8.166c
que tiene como forma la unidad πᾶσα ἡ σειρὰ τῶν θεῶν ἑ. Procl.Inst.119, op. πληθοειδής Dam.Pr.45, δυνάμεις Dion.Ar.CH 15.8
ἑνοειδεῖς· ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι Hsch.
2 mús. unificado, al unísono ὥστε ἑνοειδῆ τὴν ἐξ αὐτῶν φωνὴν γενέσθαι καὶ οἷον μίαν Nicom.Harm.12.
II adv. ἑνοειδῶς unitariamente, manteniendo la unidad τὰ πρώτιστα εἴδη ... διηρμοσμένα ἀλλήλοις ἀχωρίστως καὶ ἑνοειδῶς Nicom.Ar.1.6, cf. Theol.Ar.42, (θεοὶ) πληθυνόμενοι μὲν ... περὶ αὐτὸν δὲ ἑ. ὄντες Iul.Or.11.143b, ἑ. ἐνεργεῖ Olymp.in Phd.46.

German (Pape)

[Seite 849] ές, einfach, Iambl. u. a. Sp., auch im adv. ἑνοειδῶς.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνοειδής: -ές, ἑνιαῖος, μοναδικός, ἁπλοῦς, Διον. Ἀρεοπ. 154Β. - Ἐπίρρ. ἑνοειδῶς Ἰαμβλ. Μυστ. 1. 18.

Greek Monolingual

ἑνοειδής, -ές (AM)
1. ενιαίος, μονοειδής, μοναδικός, απλός
2. αυτός που μοιάζει με κάτι ενιαίο, μοναδικό, με τον θεό («ἑνοειδεῖς
ἑνὶ θεῷ ὅμοιοι», Ησύχ.).
επίρρ...
ἑνοειδῶς
μονοειδώς, μονομόρφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + -ειδής < είδος].