ψέφω: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(47c)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psefo
|Transliteration C=psefo
|Beta Code=ye/fw
|Beta Code=ye/fw
|Definition=in 3sg. <b class="b3">ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει</b>, Hsch.: cf. <b class="b3">μετα-ψέφω;</b> also prob. <b class="b3">ἐπί-σσοφος</b>.
|Definition=in 3sg. <b class="b3">ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: cf. <b class="b3">μετα-ψέφω;</b> also prob. <b class="b3">ἐπί-σσοφος</b>.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέφω Medium diacritics: ψέφω Low diacritics: ψέφω Capitals: ΨΕΦΩ
Transliteration A: pséphō Transliteration B: psephō Transliteration C: psefo Beta Code: ye/fw

English (LSJ)

in 3sg. ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει, Hsch.: cf. μετα-ψέφω; also prob. ἐπί-σσοφος.

German (Pape)

[Seite 1396] verdunkeln, verfinstern, nur bei Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ψέφω: εἶμαι πεφοβημένος, ἀνήσυχος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω»
2. «ψέφει
ἐντρέπει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ' ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημ. του ρ. «φροντίζω»].