ψέφω: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=psefo | |Transliteration C=psefo | ||
|Beta Code=ye/fw | |Beta Code=ye/fw | ||
|Definition=in 3sg. <b class="b3"> | |Definition=in 3sg. <b class="b3">ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: cf. <b class="b3">μετα-ψέφω;</b> also prob. <b class="b3">ἐπί-σσοφος</b>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
in 3sg. ψέφει· δέδοικεν, ἐντρέπει, λυπεῖ, φροντίζει, Hsch.: cf. μετα-ψέφω; also prob. ἐπί-σσοφος.
German (Pape)
[Seite 1396] verdunkeln, verfinstern, nur bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψέφω: εἶμαι πεφοβημένος, ἀνήσυχος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. «δέδοικα, λυπῶ, φροντίζω»
2. «ψέφει
ἐντρέπει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. τόσο με τη λ. ψόφος «κρότος, θόρυβος» όσο και με τη λ. ψέφας «σκοτάδι», παρ' ότι δεν γεννά μορφολογικά προβλήματα, προσκρούει σε σοβαρές σημασιολογικές δυσχέρειες, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σημ. του ρ. «φροντίζω»].