περιλάλητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perilalitos
|Transliteration C=perilalitos
|Beta Code=perila/lhtos
|Beta Code=perila/lhtos
|Definition=ον, [[much talked of]], [[famous]], of things and persons, Agath.2.15,4.26, Hsch.s.v. [[περιλεσχήνευτος]].
|Definition=περιλάλητον, [[much talked of]], [[famous]], of things and persons, Agath.2.15,4.26, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]s.v. [[περιλεσχήνευτος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλᾰλητος Medium diacritics: περιλάλητος Low diacritics: περιλάλητος Capitals: ΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: perilálētos Transliteration B: perilalētos Transliteration C: perilalitos Beta Code: perila/lhtos

English (LSJ)

περιλάλητον, much talked of, famous, of things and persons, Agath.2.15,4.26, Hsch.s.v. περιλεσχήνευτος.

German (Pape)

[Seite 581] beschwatzt, beredet, Ar. frg. bei D. L. 9, 18, nach Brunck's Aenderung.

Greek (Liddell-Scott)

περιλάλητος: [ᾰ], -ον, ὁ περὶ οὗ γίνεται λόγος, περιβόητος, Ἡσύχ., ἐν λ. περιλεσχήνευτος· ὁ βασιλεὺς ὁ πᾶσι περιλάλητος Ὁλόβολος ἐν Boiss. Ἀνέκδ. τ. 5, σ. 162, Κ Μανασσ. Χρον. 2080, 5005, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / περιλάλητος, -ον, ΝΜΑ περιλαλώ
αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός.