ἰξοβόρος: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iksovoros | |Transliteration C=iksovoros | ||
|Beta Code=i)cobo/ros | |Beta Code=i)cobo/ros | ||
|Definition= | |Definition=ἰξοβόρον, ([[βορά]]) ἡ ἰξοβόρος (''[[sc.]]'' [[κίχλη]]) [[missel-thrush]], [[Turdus viscivorus]], Arist.HA617a18; cf. [[ἰξοφάγος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰξοβόρον, (βορά) ἡ ἰξοβόρος (sc. κίχλη) missel-thrush, Turdus viscivorus, Arist.HA617a18; cf. ἰξοφάγος.
German (Pape)
[Seite 1255] Mistelbeeren fressend, ὁ, eine Drosselart, Arist. H. A. 9, 20.
Russian (Dvoretsky)
ἰξοβόρος: ὁ предполож. дрозд-рябинник (Turdus viscivorus) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ τρώγων τὸν καρπὸν τοῦ ἰξοῦ, ἡ ἰξοβόρος (δηλ. κίχλη), Turdus viscivorus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20. ἔνθα ὁ Ἀθήν. 64 ἰξοφάγος.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰξοβόρος, -ον)
νεοελλ.
πτηνό της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες
αρχ.
1. αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰξοβόρος
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. θυμοβόρος, σαρκοβόρος].