ἰξοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iksovoros
|Transliteration C=iksovoros
|Beta Code=i)cobo/ros
|Beta Code=i)cobo/ros
|Definition=ον, ([[βορά]]) ἡ ἰξοβόρος (''[[sc.]]'' [[κίχλη]]) [[missel-thrush]], [[Turdus viscivorus]], Arist.HA617a18; cf. [[ἰξοφάγος]].
|Definition=ἰξοβόρον, ([[βορά]]) ἡ ἰξοβόρος (''[[sc.]]'' [[κίχλη]]) [[missel-thrush]], [[Turdus viscivorus]], Arist.HA617a18; cf. [[ἰξοφάγος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοβόρος Medium diacritics: ἰξοβόρος Low diacritics: ιξοβόρος Capitals: ΙΞΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: ixobóros Transliteration B: ixoboros Transliteration C: iksovoros Beta Code: i)cobo/ros

English (LSJ)

ἰξοβόρον, (βορά) ἡ ἰξοβόρος (sc. κίχλη) missel-thrush, Turdus viscivorus, Arist.HA617a18; cf. ἰξοφάγος.

German (Pape)

[Seite 1255] Mistelbeeren fressend, ὁ, eine Drosselart, Arist. H. A. 9, 20.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοβόρος: ὁ предполож. дрозд-рябинник (Turdus viscivorus) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ τρώγων τὸν καρπὸν τοῦ ἰξοῦ, ἡ ἰξοβόρος (δηλ. κίχλη), Turdus viscivorus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20. ἔνθα ὁ Ἀθήν. 64 ἰξοφάγος.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰξοβόρος, -ον)
νεοελλ.
πτηνό της οικογένειας κοσσυφίδες ή τουρδίδες
αρχ.
1. αυτός που τρώει τον καρπό του ιξού («κίχλη ἰξοβόρος», Αριστοτ.)
2. το θηλ. ως ουσ.ἰξοβόρος
είδος πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + -βόρος (< βορά < βιβρώσκω), πρβλ. θυμοβόρος, σαρκοβόρος].