ποθητός: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pothitos | |Transliteration C=pothitos | ||
|Beta Code=poqhto/s | |Beta Code=poqhto/s | ||
|Definition= | |Definition=ποθητή, ποθητόν, [[longed for]], [[regretted]], IG7.3434 (Chaeronea). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ποθητή, ποθητόν, longed for, regretted, IG7.3434 (Chaeronea).
German (Pape)
[Seite 645] gewünscht, verlangt, begehrt, ersehnt, vermißt, geliebt, Ael. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désiré ou désirable.
Étymologie: adj. verb. de ποθέω.
Greek (Liddell-Scott)
ποθητός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν ἐπιθυμητός, ποθούμενος, Συλλ. Ἐπιγρ. 1667.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ποθητός, -ή, -όν, ΝΜΑ ποθώ
ο ποθούμενος, ο επιθυμητός (α. «ήλθεν η ποθητή ώρα», Κάλβ.
β. «για την ποθητήν Ελλάδα», Σολωμ.
γ. «ποθητὸν πρᾶγμα», επιγρ.)
νεοελλ.
1. αγαπητός («το ποθητό μου ταίρι»)
2. ως ουσ. ο αγαπημένος («εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ είσαι η ποθητή μου», δημ. τραγούδι).