φύος: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyos | |Transliteration C=fyos | ||
|Beta Code=fu/os | |Beta Code=fu/os | ||
|Definition=τό, = [[φύτευμα]], Hsch. ([[φυός]] cod.). | |Definition=τό, = [[φύτευμα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ([[φυός]] cod.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:33, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, = φύτευμα, Hsch. (φυός cod.).
Greek (Liddell-Scott)
φύος: τό, «φύτευμα, γέννημα» Ἡσύχ. (ἔνθα φέρεται φυός), πρβλ. Λοβεκ. Τεχν. 290.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φύτευμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ- του ρ. φύω / φύομαι (για τη μορφή του θ. βλ. λ. φύω). Η ύπαρξη του σιγμόληκτου αυτού ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε -φυής (πρβλ. μεγαλοφυής). Ο τ. φύος, ωστόσο, απαντά μόνο στον Ησύχ.].