μεταμέλεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metameleia
|Transliteration C=metameleia
|Beta Code=metame/leia
|Beta Code=metame/leia
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b> Ps.-Hdt.<span class="title">Vit.Hom.</span>19: ἡ:—[[change of purpose]], [[regret]], [[repentance]], μεταμέλειαν λαμβάνει <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>1080.3</span>; μεταμελείας λ. <span class="bibl">Th.1.34</span>; <b class="b3">ἐπί τισι, περί τινος</b>, <span class="bibl">Democr.43</span>, <span class="bibl">Th.3.37</span>; μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει <span class="bibl">Men.1105</span>; ἐμπιμπλάναι τινὰ μεταμελείας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>727c</span>; μεταμελείας μεστή <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>577e</span>; μ. τοῦ πεπραγμένου γίγνεται <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>866e</span>; τὸ ἐν μ. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1110b19</span>; ἐκ μεταμελείας <span class="bibl">Plb.1.39.14</span>; αὕτη σε ἡ μ. ἔχει <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>5.3.7</span>, cf. <span class="bibl">Polystr. p.9</span> W. (pl.), Phld.<span class="title">Ir.</span>p.43 W. (pl.).
|Definition=Ion. [[μεταμελίη]] Ps.-Hdt.''Vit.Hom.''19: ἡ:—[[change of purpose]], [[regret]], [[repentance]], μεταμέλειαν λαμβάνει E.''Fr.''1080.3; μεταμελείας λ. Th.1.34; <b class="b3">ἐπί τισι, περί τινος</b>, Democr.43, Th.3.37; μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει Men.1105; ἐμπιμπλάναι τινὰ μεταμελείας Pl.''Lg.''727c; μεταμελείας μεστή Id.''R.''577e; μ. τοῦ πεπραγμένου γίγνεται Id.''Lg.''866e; τὸ ἐν μ. [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1110b19; ἐκ μεταμελείας Plb.1.39.14; αὕτη σε ἡ μ. ἔχει [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.3.7, cf. Polystr. p.9 W. (pl.), Phld.''Ir.''p.43 W. (pl.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμέλεια Medium diacritics: μεταμέλεια Low diacritics: μεταμέλεια Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: metaméleia Transliteration B: metameleia Transliteration C: metameleia Beta Code: metame/leia

English (LSJ)

Ion. μεταμελίη Ps.-Hdt.Vit.Hom.19: ἡ:—change of purpose, regret, repentance, μεταμέλειαν λαμβάνει E.Fr.1080.3; μεταμελείας λ. Th.1.34; ἐπί τισι, περί τινος, Democr.43, Th.3.37; μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει Men.1105; ἐμπιμπλάναι τινὰ μεταμελείας Pl.Lg.727c; μεταμελείας μεστή Id.R.577e; μ. τοῦ πεπραγμένου γίγνεται Id.Lg.866e; τὸ ἐν μ. Arist.EN1110b19; ἐκ μεταμελείας Plb.1.39.14; αὕτη σε ἡ μ. ἔχει X.Cyr.5.3.7, cf. Polystr. p.9 W. (pl.), Phld.Ir.p.43 W. (pl.).

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, Aenderung des Vorsatzes, Entschlusses, ἐν τῇ ὑμετέρᾳ περὶ Μιτυληναίων μεταμελείᾳ, Thuc. 3, 37; Reue, Plat. Rep. IX, 577 e; μεταμελείας ἐμπιπλὰς αὐτήν, Legg. V, 727 c; Arist. Eth. 3, 1 u. Sp., wie Pol. 1, 39, 14; auch im plur., λαμβάνειν μεταμελείας, Thuc. 1, 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
changement d'avis, regret, repentir.
Étymologie: μεταμέλω.

Russian (Dvoretsky)

μεταμέλεια:
1 пересмотр мнения, отмена решения (περί τινος Thuc.);
2 сожаление (о сделанном), раскаяние (τινος Plat. и περί τινος Thuc.): μεταμελείας (или μεταμέλειαν Eur.) λαμβάνειν ἔκ τινος Thuc. раскаиваться в чем-л.; μ. ἔχει με Xen. мной овладело раскаяние; μ. τοῦ πεπραγμένου Plat. раскаяние в совершенном.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμέλεια: ἡ, μεταβολὴ σκοποῦ, μετάνοια, μεταμέλειαν λαμβάνειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1065· καὶ ἐν τῷ πληθ., μεταμελείας λ. Θουκ. 1. 34· μ. περί τινος ὁ αὐτ. 3. 37· μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 153· μεταμελείας ἐμπιπλὰς αὐτὴν Πλάτ. Νόμ. 727C· μ. γίγνεται τοῦ πεπραγμένου αὐτόθι 866Ε· ὁ ἐν μ. = ὁ μεταμελόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 13· μ. ἔχει με = μεταμέλει μοι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 7·― Ἰων. -ίη. Βίος Ὁμ. 19.

Greek Monolingual

η (ΑM μεταμέλεια, Α ιων. τ. μεταμελίη)
1. αλλαγή γνώμης, σκοπού ή απόφασης
2. μετάνοια για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («μεταμέλεια τε εὐθὺς τοῦ πεπραγμένου γίγνηται», Πλάτ.)
αρχ.
φρ. «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» — αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμέλομαι / μεταμελοῦμαι αναλογικά προς το επιμέλεια].

Greek Monotonic

μεταμέλεια: ἡ, αλλαγή μιας επιδίωξης, μεταμέλεια, μετάνοια, σε Θουκ.· μεταμέλεια ἔχει με = μεταμέλει μοι, σε Ξεν.

Middle Liddell

μεταμέλεια, ἡ, [from μεταμέλει
change of purpose, regret, repentance, Thuc.; μ. ἔχει με = μεταμέλει μοι, Xen.

English (Woodhouse)

remorse, repentance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μετάνοια). Ἀπό τό: μεταμέλει τινί τίνος (=μετανοιώνει κάποιος γιά κάτι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη μελέτη.