ποτής: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=potis
|Transliteration C=potis
|Beta Code=poth/s
|Beta Code=poth/s
|Definition=ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[drink]], opp. [[ἐδητύς]], [[σῖτος]], [[βρώμη]], <span class="bibl">Il.11.780</span>, <span class="bibl">19.306</span>, <span class="bibl">Od.10.379</span>, etc.; Dor. gen. ποτᾶτος <span class="bibl">Philox.2.38</span>.</span><br /><span class="bld">πότης</span>, ου, ὁ, [[drinker]], [[tippler]], [[toper]], usually in fem. πότις (masc. only metaph., v. infr.), πότις γυνή <span class="bibl">Phryn.Com.71</span>; Ααῒς ἀργὸς καὶ πότις <span class="bibl">Epicr.3</span>: metaph., <b class="b3">πότης λύχνος</b> a [[tippling]] lamp, i.e. that consumes much oil, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>57</span>; στίλβη πότις <span class="bibl">Pl.Com.190</span>: Com.Sup., ποτίσταται γυναῖκες <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>735</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>12.26</span>.
|Definition=ῆτος, ἡ, ([[πότος]], [[πίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[drink]], opp. [[ἐδητύς]], [[σῖτος]], [[βρώμη]], Il.11.780, 19.306, Od.10.379, etc.; Dor. gen. ποτᾶτος Philox.2.38.<br><span class="bld">πότης</span>, ου, ὁ, [[drinker]], [[tippler]], [[toper]], usually in fem. πότις (masc. only metaph., v. infr.), πότις γυνή Phryn.Com.71; Ααῒς ἀργὸς καὶ πότις Epicr.3: metaph., <b class="b3">πότης λύχνος</b> a [[tippling]] lamp, i.e. that consumes much oil, Ar.''Nu.''57; στίλβη πότις Pl.Com.190: Com.Sup., ποτίσταται γυναῖκες Ar.''Th.''735, cf. Ael.''VH''12.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ποτής -ῆτος, ἡ [πίνω] drank:. πλησάμενος δ’ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος na zich tegoed gedaan te hebben aan spijs en drank Od. 17.603.
|elnltext=ποτής -ῆτος, ἡ [πίνω] drank:. πλησάμενος δ’ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος na zich tegoed gedaan te hebben aan spijs en drank Od. 17.603.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτής Medium diacritics: ποτής Low diacritics: ποτής Capitals: ΠΟΤΗΣ
Transliteration A: potḗs Transliteration B: potēs Transliteration C: potis Beta Code: poth/s

English (LSJ)

ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω)
A drink, opp. ἐδητύς, σῖτος, βρώμη, Il.11.780, 19.306, Od.10.379, etc.; Dor. gen. ποτᾶτος Philox.2.38.
πότης, ου, ὁ, drinker, tippler, toper, usually in fem. πότις (masc. only metaph., v. infr.), πότις γυνή Phryn.Com.71; Ααῒς ἀργὸς καὶ πότις Epicr.3: metaph., πότης λύχνος a tippling lamp, i.e. that consumes much oil, Ar.Nu.57; στίλβη πότις Pl.Com.190: Com.Sup., ποτίσταται γυναῖκες Ar.Th.735, cf. Ael.VH12.26.

German (Pape)

[Seite 689] ῆτος, ἡ, das Trinken, der Trank; ἐπεὶ τάρπημεν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Il. 11, 780; neben σῖτος, 14, 306 u. öfter; neben βρώμη, Od. 9, 379, u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
action de boire, boisson.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτής -ῆτος, ἡ [πίνω] drank:. πλησάμενος δ’ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος na zich tegoed gedaan te hebben aan spijs en drank Od. 17.603.

Russian (Dvoretsky)

ποτής: ῆτος ἡ питье (μὴ σῖτος μηδὲ π. Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτής: ῆτος, ἡ, (πότος, πίνω) τὸ πίνειν, πόσις, Ὅμ., ἀείποτε ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰς λ. ἐδητύς, βρωτύς, βρῶσις, βρώμη, σῖτος, Ἰλ. Λ. 780, Τ. 306, Ὀδ. Κ. 379, κτλ.· Δωρ. γεν. ποτᾶτος, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Α.

English (Autenrieth)

ῆτος: drink.

Greek Monolingual

-ήτος, και δωρ. τ. γεν. -ᾱτος, ἡ, Α
το να πίνει κανείς, η πόση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πο- του ρ. πίνω (βλ. πίνω) και πρέπει να αποτελεί μεταπλασμένο —για μετρικούς λόγους— τύπο ενός αρχαιότερου αμάρτυρου ποτή, διαφορετικού από το ποτή (ΙΙ) «μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή», το οποίο μαρτυρείται σε παπύρους].

Greek Monotonic

ποτής: -ῆτος, ἡ (√ΠΟ από κάποιους χρόνους του πίνω), πόση, ποτό, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ποτής, ῆτος, ἡ, [!πο, Root of some tenses of πίνω
a drinking, drink, Hom.