ἐγκυλίνδω: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkylindo | |Transliteration C=egkylindo | ||
|Beta Code=e)gkuli/ndw | |Beta Code=e)gkuli/ndw | ||
|Definition=( | |Definition=([[ἐγκυλίω]] Hp.''Mul.''1.75, Arist.''Pr.''914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. ἐγκυλίσω [ῑ]:—<br><span class="bld">A</span> [[roll]] or [[wrap up in]], πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; <b class="b3">τι ἐς ἔριον</b> Hp.l.c.<br><span class="bld">II</span> metaph. in Pass., to [[be involved in]], εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''1.2.22, cf. Vett. Val. [[l.c.]]; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.''Chr.'' 26; πράγμασι ''Cat.Cod.Astr.''7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. ''Hipp.''6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:24, 25 August 2023
English (LSJ)
(ἐγκυλίω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. ἐγκυλίσω [ῑ]:—
A roll or wrap up in, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c.
II metaph. in Pass., to be involved in, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.
French (Bailly abrégé)
rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.
Greek Monolingual
ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.
Greek Monotonic
ἐγκῠλίνδω: μέλ. -κυλίσω [ῑ], περιτυλίγω, περιβάλλω· μεταφ. στην Παθ., μπλεγμένος, αναμεμειγμένος, μπερδεμένος, εἴς τι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -κυλίσω
to roll up in: metaph. in Pass. to be involved in, εἴς τι Xen.