καταστοχάζομαι: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katastochazomai | |Transliteration C=katastochazomai | ||
|Beta Code=katastoxa/zomai | |Beta Code=katastoxa/zomai | ||
|Definition=[[aim at]], τὸ συμφέρον Alex. Trall. | |Definition=[[aim at]], τὸ συμφέρον Alex. Trall.''Febr.''6: hence, [[hit]], [[guess]], [[infer]], τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.''in Alc.''p.46 C., Phlp.''in Ph.''640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is [[falsa lectio|f.l.]] in Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[προφητεία]], and dub. cj. for [[καταστοχέω]] ([[quod vide|q.v.]]):—Pass., τὸ καταστοχασμένον εἰκότως Phld.''Rh.''1.362 S.; [[κατεστοχάσθαι]], ''Glossaria'' on [[ἐσκευωρῆσθαι]], ''EM''385.15. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
aim at, τὸ συμφέρον Alex. Trall.Febr.6: hence, hit, guess, infer, τι Plb.12.13.4; τὸ μέλλον D.S.19.39; τινος Ath.9.391b, Procl.in Alc.p.46 C., Phlp.in Ph.640.3: abs., Heph.Astr.3.4:—Act. is f.l. in Suid. s.v. προφητεία, and dub. cj. for καταστοχέω (q.v.):—Pass., τὸ καταστοχασμένον εἰκότως Phld.Rh.1.362 S.; κατεστοχάσθαι, Glossaria on ἐσκευωρῆσθαι, EM385.15.
Greek (Liddell-Scott)
καταστοχάζομαι: ἀποθετ., πρὸς τὸν σκοπόν τείνω, κατὰ τοῦ σκοποῦ ἢ στόχου βάλλω, σημαδεύω, ἐπιτυγχάνω, εἰκάζων εὑρίσκω, τι Πολύβ. 12. 13, 4· καταστοχασάμενος πιθανῶς τὴν ἐπίνοιαν τοῦ στρατηγοῦ Διόδ. 19. 5, 39. 2) ἐπιδιώκω, μετὰ γεν., ὥσπερ ὁ τοξότης πρὸς τὸν σκοπὸν ἀπευθύνει τὸ βέλος, οὕτως ὁ κριτὴς τοῦ δικαίου καταστοχάζεται, οὐ τὰ πρόσωπα λαμβάνων Βασίλ.· τινος Ἀθήν. 391Β, Σουΐδ.
Russian (Dvoretsky)
καταστοχάζομαι: улавливать, разгадывать (τὸ μέλλον Diod.).
German (Pape)
med., erzielen, erraten, τί, Pol. 12.13.4; τὸ μέλλον DS. 19.39; – τινός, auf Etwas zielen, Sp.