καταφαρμακεύω: Difference between revisions
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katafarmakeyo | |Transliteration C=katafarmakeyo | ||
|Beta Code=katafarmakeu/w | |Beta Code=katafarmakeu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[dose with drugs]], Alex.Trall.9.3, ''Febr.''7.<br><span class="bld">II</span> [[anoint with drugs]] or [[charms]], τὰ πρόσωπα φαρμάκοις Luc.''Am.''39: hence,<br><span class="bld">2</span> [[enchant]], [[bewitch]], Pl.''Phdr.''242e (Pass.), Plu.2.141b.<br><span class="bld">III</span> [[poison]], Id.''Dio'' 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
A dose with drugs, Alex.Trall.9.3, Febr.7.
II anoint with drugs or charms, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις Luc.Am.39: hence,
2 enchant, bewitch, Pl.Phdr.242e (Pass.), Plu.2.141b.
III poison, Id.Dio 3.
French (Bailly abrégé)
empoisonner, acc..
Étymologie: κατά, φαρμακεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφαρμακεύω [κατά, φάρμακον] met middeltjes behandelen schminken:; φαρμάκοις κ. τὰ πρόσωπα hun gezicht met make-up bestrijken [Luc.] 49.39; betoveren:. ( στόμα ) καταφαρμακευθέν ὑπὸ σοῦ (mijn mond) die door jou betoverd is Plat. Phaedr. 242e; αἰτιασάμενος καταφαρμακεύειν nadat hij haar van tovenarij had beschuldigd Plut. Dion 3.6.
German (Pape)
mit einem Zauber- oder Heilmittel bestreichen, bezaubern, pass., Plat. Phaedr. 242e; – vergiften, τινά, Plut. Dion. 3. – Übh. bestreichen, schminken, ποικίλοις φαρμάκοις καταφαρμακεύουσαι τὰ πρόσωπα Luc. Amor. 39.
Russian (Dvoretsky)
καταφαρμᾰκεύω:
1 отравлять (τινά Plut.);
2 околдовывать, зачаровывать Plut.: τὸ στόμα καταφαρμακευθὲν ὑπό τινος Plat. уста, подвластные чьим-л. чарам;
3 подкрашивать, красить (ποικίλοις φαρμάκοις τὰ πρόσωπα Luc.).
Greek Monolingual
καταφαρμακεύω (AM)
μσν.-αρχ.
δηλητηριάζω
αρχ.
1. δίνω ορισμένες δόσεις φαρμάκων
2. αλείφω με φάρμακα ή με ψιμύθια
3. γοητεύω, μαγεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φαρμακεύω «συστήνω φάρμακο, δηλητηριάζω, μαγεύω»].
Greek Monotonic
καταφαρμᾰκεύω: μέλ. -σω, αλείφω με φάρμακα ή φυλαχτά, μαγεύω, σαγηνεύω, καταθέλγω, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταφᾰρμακεύω: ἀλείφω μὲ φάρμακα ἢ μὲ ψιμύθια, τὰ πρόσωπα φαρμάκοις ποκίλοις καταφαρμακεύουσαι γρᾶες Λουκ. Ἔρωτες 39· ἐντεῦθεν, 2) γοητεύω, μαγεύω, Πλάτ. Φαῖδρ. 242Ε (ἐν τῷ Παθ.). 3) δηλητηριάζω, Πλουτ. Δίων 3, κτλ.
Middle Liddell
fut. σω
to anoint with drugs or charms, to enchant, bewitch, Plat.