ἀπόρθητος: Difference between revisions
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporthitos | |Transliteration C=aporthitos | ||
|Beta Code=a)po/rqhtos | |Beta Code=a)po/rqhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπόρθητον, [[not sacked]], [[unravaged]], <b class="b3">Πριάμοιο.. ἀ. πόλις ἔπλεν</b> Il.12.11; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28; ἀ. χώρα ''Hell.Oxy.''16.3; of Attica, E.''Med.''826, cf. A.''Pers.'' 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπόρθητον, not sacked, unravaged, Πριάμοιο.. ἀ. πόλις ἔπλεν Il.12.11; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28; ἀ. χώρα Hell.Oxy.16.3; of Attica, E.Med.826, cf. A.Pers. 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117.
Spanish (DGE)
-ον
1 no saqueado, no devastado πόλις Il.12.11, A.Pers.348, E.Hec.906, A.R.4.1028, D.C.66.5.4, Θάσος Hdt.6.28, χώρα E.Med.826, Din.1.73, Hell.Oxy.21.3, ἀγυιαί B.8.52, γῆ Ael.VH 12.64, Λακεδαίμων Io Sam., tb. de los lacedemonios, Lys.33.7, Antiph.117, αἱ πατρίδες Them.Or.15.186a, cf. Hsch.
2 inexpugnable, inconquistable ὁρμητήριον Arsameia 25 (I a.C.), Κρηπίς IGLS 1.37 (Nemrud Dagh I a.C.).
German (Pape)
[Seite 321] unzerstört, Il. 12, 11; Her. 6, 28; Aesch. Pers. 340; χώρα, unverwüstet, Eur. Med. 826, wo ein cod. ἀπορθήτη hat; unzerstörbar, χώρα – νομιζομένη Din. 1, 73; vgl. Lys. 33, 7; Λάκωνες ἀπόρθητοι Antiphan. bei Ath. XV, 681 c.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
non dévasté.
Étymologie: ἀ, πορθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρθητος: и 3 неразрушенный, неразоренный (πόλις Hom., Aesch.; νῆσος Her.; χώρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρθητος: -ον, ὡσαύτως ἴσως -η, ον, Πόρσ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 822: ― μὴ ἁλούς, μὴ κυριευθείς, Πριάμοιο ἀπ. πόλις ἔπλεν Ἰλ. Μ. 11· Θάσον ἀπ. λείπειν Ἡρόδ. 6. 28· ἀπ. χώρα, περὶ τῆς Ἀττικῆς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 348· περὶ τῆς Λακωνίας, Δείναρχ. 99. 27, πρβλ. Λυσ. 914. 16, Reisk.· οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαριστῇ» 1.
English (Autenrieth)
(πορθέω): unsacked, undestroyed; πόλις, Il. 12.11†.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπόρθητος, -ον) [[[πορθώ]] (-έω)]
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί.
Greek Monotonic
ἀπόρθητος: -ον, σπανίως -η, -ον (πορθέω), αυτός που δεν έχει αλωθεί, δεν έχει κυριευθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.