ἀπαλλακτέον: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apallakteon | |Transliteration C=apallakteon | ||
|Beta Code=a)pallakte/on | |Beta Code=a)pallakte/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must release from]], τινά τινος Plu.''Cor.''32.<br><span class="bld">2</span> [[one must remove]], [[make away with]], τι ἐκποδών D.H.6.51.<br><span class="bld">II</span> (from Pass.) [[one must withdraw from]], [[get rid of]], τινός Lys.6.8, [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 66e. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
A one must release from, τινά τινος Plu.Cor.32.
2 one must remove, make away with, τι ἐκποδών D.H.6.51.
II (from Pass.) one must withdraw from, get rid of, τινός Lys.6.8, Pl.Phd. 66e.
Spanish (DGE)
1 hay que librar τὰ θεῖα πάσης αἰτίας Plu.Cor.32.
2 hay que quitar ἀ. ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδών tenemos que desembarazarnos también de estos individuos D.H.6.51.
3 hay que desprenderse de τοῦ ἀνδρός Lys.6.8, αὐτοῦ (del cuerpo), Pl.Phd.66d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαλλακτέον: ῥηματ. ἐπίθ τοῦ ἀπαλλάσσω, πρέπει τις νὰ ἀπαλλάξῃ τινά τινος Πλούτ. Κορ. 32. 2) πρέπει τις νὰ «ξεκάμῃ» ἀπὸ κἄτι, ἀπαλλακτέον ἡμῖν καὶ ταῦτα τὰ σώματα ἐκποδὼν Διον. Ἁλ. 6. 51. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.) πρέπει τις νὰ ἀποχωρήσῃ, ν᾿ ἀπαλλαχθῇ, τινὸς Λυσ. 104. 4, Πλάτ. Φαίδων 66D.
Greek Monotonic
ἀπαλλακτέον: ρημ. επίθ. του ἀπαλλάσσω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να απελευθερώσει, να λυτρώσει κάποιον από κάτι, τινάτινος, σε Πλούτ.
II. (από τον Παθ. τύπο), αυτό από το οποίο πρέπει κάποιος να αποσυρθεί, να υποχωρήσει, να γλυτώσει, τινός, σε Πλάτ.