μεταμόρφωσις: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metamorfosis | |Transliteration C=metamorfosis | ||
|Beta Code=metamo/rfwsis | |Beta Code=metamo/rfwsis | ||
|Definition=εως, ἡ, [[transformation]], | |Definition=-εως, ἡ, [[transformation]], Str.1.2.11 (pl.), Hierocl.p.21 A., Luc.''Salt.''57, ''Halc.''1 tit., Gal.5.193, App.''BC''4.42, Ant. Diog.13 (pl.); [[τούτοις]] (''[[sc.]]'' [[φυτοῖς]]) ἐμφύεται ψυχὴ κατὰ τὴν μ. Porph.''Abst.''1.6; <b class="b3">μεταμορφώσεων συναγωγή</b>, title of work by Antoninus Liberalis. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ, transformation, Str.1.2.11 (pl.), Hierocl.p.21 A., Luc.Salt.57, Halc.1 tit., Gal.5.193, App.BC4.42, Ant. Diog.13 (pl.); τούτοις (sc. φυτοῖς) ἐμφύεται ψυχὴ κατὰ τὴν μ. Porph.Abst.1.6; μεταμορφώσεων συναγωγή, title of work by Antoninus Liberalis.
German (Pape)
[Seite 150] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.
French (Bailly abrégé)
transformation, métamorphose.
Étymologie: μεταμορφόω.
Russian (Dvoretsky)
μεταμόρφωσις: εως ἡ превращение, преображение Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμόρφωσις: ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, ἀλλοίωσις, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.
Greek Monotonic
μεταμόρφωσις: ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.
Middle Liddell
μεταμόρφωσις, ιος, ἡ, [from μεταμορφόω
a transformation, Luc.