κοιλόσταθμος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koilostathmos | |Transliteration C=koilostathmos | ||
|Beta Code=koilo/staqmos | |Beta Code=koilo/staqmos | ||
|Definition= | |Definition=κοιλόσταθμον, [[with coffered ceilings]], [[panelled]], [[οἶκοι]] ib.''Hg.''1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους ''PPetr.''3p.143 (iii B.C.):—Subst. [[κοιλόσταθμος]], ὁ, [[coffered ceiling]], τὸν κ. τοῦ ναοῦ… ποιῆσαι ''IG''11(2).287''A''96 (Delos, iii B.C.):—also [[κοιλόσταθμον]], τό, ib.''B'' 146. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
κοιλόσταθμον, with coffered ceilings, panelled, οἶκοι ib.Hg.1.4; θυρίδας κοιλοστάθμους PPetr.3p.143 (iii B.C.):—Subst. κοιλόσταθμος, ὁ, coffered ceiling, τὸν κ. τοῦ ναοῦ… ποιῆσαι IG11(2).287A96 (Delos, iii B.C.):—also κοιλόσταθμον, τό, ib.B 146.
German (Pape)
[Seite 1467] mit gewölbter Decke, Sp.
French (Bailly abrégé)
ον,
plafonné de planches recourbées, lambrissé, LXX Agg. 1.4.
Étymologie: κοῖλος, σταθμός.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόσταθμος: -ον, ἔχων θολωτὴν στέγην, θολωτός, Ἑβδ. (Ἀγγαῖος Α΄, 4).
Greek Monolingual
κοιλόσταθμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει φατνωτή, θολωτή στέγη, ο θολωτός
2. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ κοιλόσταθμος και τὸ κοιλόσταθμον
θολωτή στέγη, φατνωτή οροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στάθμη «κανόνας του ξυλουργού»].