Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θεμείλια: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß

Menander, Monostichoi, 177
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=themeilia
|Transliteration C=themeilia
|Beta Code=qemei/lia
|Beta Code=qemei/lia
|Definition=τά,= θέμεθλα, θεμείλια… τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί <span class="bibl">Il. 12.28</span>; θ. τε προβάλοντο <span class="bibl">23.255</span>; <b class="b3">διέθηκε θ</b>. <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>254</span>; θ. καρτερὰ πήξας <span class="title">AP</span>9.808 (Cyrus), cf. <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>260</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>5.680</span>: θέμειλα, <span class="title">Epigr.Gr.</span>1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, <span class="title">AP</span>9.649 (Maced.), <span class="bibl">14.115</span>.
|Definition=τά, = θέμεθλα, θεμείλια… τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί Il. 12.28; θ. τε προβάλοντο 23.255; <b class="b3">διέθηκε θ.</b> ''h.Ap.''254; θ. καρτερὰ πήξας ''AP''9.808 (Cyrus), cf. Call.''Del.''260, Opp.''H.''5.680: θέμειλα, ''Epigr.Gr.''1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, ''AP''9.649 (Maced.), 14.115.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμείλια Medium diacritics: θεμείλια Low diacritics: θεμείλια Capitals: ΘΕΜΕΙΛΙΑ
Transliteration A: themeília Transliteration B: themeilia Transliteration C: themeilia Beta Code: qemei/lia

English (LSJ)

τά, = θέμεθλα, θεμείλια… τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοί Il. 12.28; θ. τε προβάλοντο 23.255; διέθηκε θ. h.Ap.254; θ. καρτερὰ πήξας AP9.808 (Cyrus), cf. Call.Del.260, Opp.H.5.680: θέμειλα, Epigr.Gr.1078.3 (Adana): sg. θέμειλον, AP9.649 (Maced.), 14.115.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
c. θέμεθλον.

Russian (Dvoretsky)

θεμείλια: τά Hom., HH, Anth. = θέμεθλα.

Greek (Liddell-Scott)

θεμείλια: τά = θέμεθλα, θεμείλια.., τὰ θέσαν μογέοντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Μ. 28· θεμ. τε προβάλοντο Ψ. 255· διέθηκε θεμ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 254· θεμ. καρτερὰ πήξας Ἀνθ. Π. 9. 808· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 680. Καλλ. εἰς Δῆλ. 260. - Ὁ τύπος θέμειλα εὕρηται ἐν Ἀνθ. Π. παράρτ. 270, κ. ἀλλ.· ἑνικ. θέμειλον Ἀνθ. Π. 9. 649., 14. 115. - Πρβλ. θεμέλιος.

Greek Monolingual

θεμείλια, τα (Α)
επικ. τ. αντί θεμέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός].

Greek Monotonic

θεμείλια: τά, = θέμεθλα, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, θέμειλα, σε Ανθ. Π.