συνεσταλμένως: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synestalmenos | |Transliteration C=synestalmenos | ||
|Beta Code=sunestalme/nws | |Beta Code=sunestalme/nws | ||
|Definition=Adv., (συστέλλω) < | |Definition=Adv., ([[συστέλλω]])<br><span class="bld">A</span> [[contractedly]]:<br><span class="bld">I</span> Gramm., [[with a short vowel]], Ath.3.106b, 9.393c.<br><span class="bld">II</span> of a mode of life, [[simply]], [[frugally]], σ. ζῆν Plu.2.216e, etc.; [[humbly]], Poll.3.137. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., (συστέλλω)
A contractedly:
I Gramm., with a short vowel, Ath.3.106b, 9.393c.
II of a mode of life, simply, frugally, σ. ζῆν Plu.2.216e, etc.; humbly, Poll.3.137.
French (Bailly abrégé)
adv.
simplement.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συστέλλω.
German (Pape)
adv. part. perf. pass. von συστέλλω, zusammengezogen, abgekürzt, kurz. – Von der Lebensweise, einfach, Plut. Lac. apophth. Alcamen.
Russian (Dvoretsky)
συνεσταλμένως: воздержно, скромно (ζῆν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστέλλω, μετὰ συστολῆς: Ι. παρὰ τοῖς γραμμ., μετὰ βραχέος φωνήεντος, Ἀθήν. 106Β, 393Β. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ τρόπου τοῦ ζῆν ἢ τῆς διαίτης, ἁπλῶς, λιτῶς, σ. ζῆν Πλούτ. 2. 216F, κτλ.· ταπεινῶς, Πολυδ. Γ΄, 137.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και συνεσταλμένα Ν
επίρρ. με συστολή, με σεμνότητα και ευπρέπεια (α. «μιλάει πάντα συνεσταλμένα» β. «συνεσταλμένως ζῆν», Πλούτ.)
μσν.-αρχ.
με συντομία, περιληπτικά («συνεσταλμένως μὲν.... ἐμφαντικώτερον δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
γραμμ. με συστολή της συλλαβής, με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσταλμένος του συστέλλω.