ἀπέχθομαι: Difference between revisions
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apechthomai | |Transliteration C=apechthomai | ||
|Beta Code=a)pe/xqomai | |Beta Code=a)pe/xqomai | ||
|Definition=later form of [[ἀπεχθάνομαι]], | |Definition=later form of [[ἀπεχθάνομαι]], Theoc.7.45, Lyc.116, ''AP''5.176 (Mel.), Plu. ''Marc.''22, etc.; for in E.''Hipp.''1260 [[ἐπάχθομαι]] is the better reading; and the inf. [[ἀπέχθεσθαι]] freq. found in codd. should be written <b class="b3">ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι</b>. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπέχθομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπεχθάνομαι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. <i>ἀπέχθεσθαι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο <i>ἀπεχθέσθαι</i>, απαρ. του [[ἀπηχθόμην]], αόρ. | |lsmtext='''ἀπέχθομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ἀπεχθάνομαι]], σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. <i>ἀπέχθεσθαι</i>, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο <i>ἀπεχθέσθαι</i>, απαρ. του [[ἀπηχθόμην]], αόρ. βʹ του [[ἀπεχθάνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=to be [[hated]], incur [[hatred]] | |mdlsjtxt=to be [[hated]], incur [[hatred]] | ||
}} | }} |
Revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
later form of ἀπεχθάνομαι, Theoc.7.45, Lyc.116, AP5.176 (Mel.), Plu. Marc.22, etc.; for in E.Hipp.1260 ἐπάχθομαι is the better reading; and the inf. ἀπέχθεσθαι freq. found in codd. should be written ἀπεχθέσθαι, cf. ἀπεχθάνομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [part. act. tard. ἀπέχθων SB 8421.3 (I a.C.)]
1 ser odioso c. dat. agente μοὶ καὶ τέκτων μέγ' ἀπέχθεται Theoc.7.45, cf. Lyc.116, AP 5.177 (Mel.), Plu.Marc.22, Luc.Tox.51
•abs. ἀπηχθόμην me hice odioso Archil.141.
2 en v. act. odiar μακρὰς ... ἀμβολάς SB l.c.
German (Pape)
[Seite 289] s. ἀπεχθάνομαι.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπεχθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέχθομαι: Theocr., Plut., Anth. = ἀπεχθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ἀπεχθάνομαι κατὰ πρῶτον ἀπαντῶν ἐν Θεοκρ. 7. 45, Λυκ. 11, Ἀνθ. Π. 5. 177, Πλουτ. Μάρκελλ. 22, κτλ.: καθότι τὸ ἐν Εὐρ. Ἱππ. 1260 διωρθώθη ἤδη εἰς ἐπάχθομαι, καὶ τὸ ἀπαρέμ. ἀπέχθεσθαι (Ἰλ. Φ. 83, Εὐρ. Μήδ. 290, Θουκ. 1. 136, κτλ.) νῦν γράφεται ἀπεχθέσθαι, ὅπερ εἶναι ἀπαρέμ. τοῦ ἀπηχθόμην, ἀόρ. τοῦ ἀπεχθάνομαι, ἴδε Ἐλμσλ. Εὐρ. Μήδ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
ἀπέχθομαι (Α)
βλ. απεχθάνομαι.
Greek Monotonic
ἀπέχθομαι: μεταγεν. τύπος του ἀπεχθάνομαι, σε Θεόκρ. κ.λπ.· το απαρ. ἀπέχθεσθαι, σε Όμηρ. κ.λπ., αποδίδεται με τον τύπο ἀπεχθέσθαι, απαρ. του ἀπηχθόμην, αόρ. βʹ του ἀπεχθάνομαι.