κλιμακωτός: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=klimakotos | |Transliteration C=klimakotos | ||
|Beta Code=klimakwto/s | |Beta Code=klimakwto/s | ||
|Definition= | |Definition=κλιμακωτή, κλιμακωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[made like a ladder]] or [[stairs]], [[terraced]], πρόσβασις Plb.5.59.9.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κ. σχῆμα</b>, = [[κλῖμαξ]] IV, Hermog.''Id.''1.12. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
κλιμακωτή, κλιμακωτόν,
A made like a ladder or stairs, terraced, πρόσβασις Plb.5.59.9.
II κ. σχῆμα, = κλῖμαξ IV, Hermog.Id.1.12.
German (Pape)
[Seite 1453] (adj. verb. zu dem nicht vorkommenden κλιμακόω), wie eine Leiter oder Treppe gemacht; πρόσβασις Pol. 5, 59, 9; Sp.
Russian (Dvoretsky)
κλῑμᾰκωτός: ступенчатый, расположенный уступами (πρόσβασις Polyb.): κλιμακωτὸν σνῆμα грам. = κλῖμαξ 5.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑμᾰκωτός: -ή, -όν, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος κλιμακόω, πεποιημένος ὡς κλῖμαξ, ἀποτελούμενος ἐκ πολλῶν μερῶν ὑπερκειμένων ἀλλήλων, Πολύβ. 5. 59, 9, ΙΙ. κλιμακωτὸν σχῆμα = κλῖμαξ IV, σχῆμα ῥητορικόν, Ἑρμογ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3. σ. 286, 19, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κλιμακωτός, -ή, -όν) κλίμαξ. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. (μετρική) α) «κλιμακωτός στίχος» — ο στίχος στον οποίο κάθε λέξη κατά σειρά είναι κατά μία συλλαβή μεγαλύτερη από την προηγούμενη
β) «κλιμακωτό ποίημα» — το ποίημα στο οποίο ο κάθε στίχος καταλήγει με την επανάληψη της ίδιας λέξης, απλής ή σύνθετης
γ) στρ. «κλιμακωτή παράταξη» — η παράταξη κατά κλιμάκια, κατά τμήματα τοποθετημένα κλιμακωτά
δ) στρ. «κλιμακωτή βολή» — βολή που εκτελείται με βαθμιαία ανύψωση του όπλου ή του πυροβόλου
αρχ.
φρ. «κλιμακωτὸν σχῆμα» — το ρητορικό σχήμα κλίμαξ.
επίρρ...
κλιμακωτά
με κλιμακωτό τρόπο, βαθμιαία, κατά βαθμίδες.