ἀνασκαλεύω: Difference between revisions
Σέ, Δήλι', αὐδῶ τὸν κατὰ χθονὸς νέκυν ... → Delian, I call your name, a corpse beneath the ground ...
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anaskaleyo | |Transliteration C=anaskaleyo | ||
|Beta Code=a)naskaleu/w | |Beta Code=a)naskaleu/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[scrape up]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Zen.1.27:—Med., [[clean out]] the ears, Pl.Com.148.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[ransack]], τὴν ὅλην οἰκουμένην ''PMag.Par.''1.186. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
A scrape up, Hsch., Zen.1.27:—Med., clean out the ears, Pl.Com.148.
II metaph., ransack, τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Par.1.186.
Spanish (DGE)
(ἀνασκᾰλεύω) I rascar, raspar Hsch., αἲξ τοῖς ποσίν Zen.1.27
•fig. ἀνασκαλούσης τῆς χάριτος ἐν ἐμοὶ τοὺς γνώσεως ἄνθρακας Nil.M.79.96D
•v. med. restregarse las orejas, Pl.Com.64B.
II usos fig.
1 agitar, excitar ἀνασκαλεύσαντι τῷ πνεύματι τὸν λογισμόν Eus.Nic.Ep.Paulin.p.15, τῶν προτέρων ἁμαρτημάτων τὴν μνήμην Mac.Aeg.M.34.964C.
2 arrasar τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.4.186.
3 descubrir, desvelar ἀνασκαλεύειν ἐπιστημόνως τὸ ἐν ἀρχῇ παραδεχθὲν εἰς ὄνησιν Cyr.Al.M.74.169A.
German (Pape)
[Seite 207] aufscharren, hervorsuchen, ausforschen. Sp., B. A. 392 ἀνακινέω, ἀναλογίζομαι. Bei Poll. 2, 83 in Plat. com. von Mein. für ἀνασκἀλλεται hergestellt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκᾰλεύω: ἐκ νέου σκαλίζω, «ἀνασκαλεύοντες, ἀνακινοῦντες ἢ ἐρευνῶντες» Ἡσύχ., Ζηνοβ. Παροιμ. 1. 27. ΙΙ. ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, Εὐστ. Πονημ. 268. 20, κτλ.: - πρβλ. ἑπόμ.
Greek Monolingual
1. σκαλίζω πάλι ελαφρά, σκαλίζω με εργαλεία ή με τα χέρια, σγαρλίζω, σκάβω
2. μτφ. (για φωτιά) υποδαυλίζω
3. (για πράγματα) ανακατώνω ζητώντας κάτι, προσπαθώ να εξιχνιάσω, ερευνώ.