μόνωτος: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monotos | |Transliteration C=monotos | ||
|Beta Code=mo/nwtos | |Beta Code=mo/nwtos | ||
|Definition= | |Definition=μόνωτον,<br><span class="bld">A</span> = [[μονούατος]], Polem.Hist.60, ''BCH''35.286 (Delos, ii B. C.):—Dim. [[μονώτιον]], [[victine]] (sic), ''Glossaria''<br><span class="bld">II</span> = [[μόναπος]], Antig.''Mir.''53 cod. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
μόνωτον,
A = μονούατος, Polem.Hist.60, BCH35.286 (Delos, ii B. C.):—Dim. μονώτιον, victine (sic), Glossaria
II = μόναπος, Antig.Mir.53 cod.
German (Pape)
[Seite 206] = μονούατος, mit einem Henkel; ποτήριον Ath. XI, 467, κώθων 484 c; κοτυλίσκος Poll. 6, 96. – Auch = μόναπος, Antig. Car. 58.
Greek (Liddell-Scott)
μόνωτος: -ον, = μονούατος, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C. ΙΙ. = μόναπος, Ἀντίγ. Καρύστ. 58.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μόνωτος, -ον)
(για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή
νεοελλ.
αυτός που έχει ένα αφτί
αρχ.
το ζώο μόναπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρίωτος].